Σήμερα το μεσημέρι πήγα και έβγαλα φωτογραφίες το σημείο που ήταν παλιά ο σταθμός των Αραχωβιτίκων. Θα ήθελα πολύ να βρω φωτογραφίες από τον παλιό σταθμό, αυτόν που εντελώς γελοία και χωρίς αιτία κατεδάφισε ο ΟΣΕ ή δεν ξέρω ποιος άλλος (αν και υποψιάζομαι ποιος) το 1991, για τη διάνοιξη δρόμου παραπλεύρως της γραμμής, για να δώσει αξία στα οικόπεδά του (;). Φωτογράφισα την γραμμή, τη διάβαση, τους αυτοματισμούς για τους σηματοδότες και τα καμπανάκια του τρένου, όλα γεμάτα παιδικές αναμνήσεις.
Επίσης το αυλάκι πάνω από τη γραμμή για το πότισμα των ελαιόδεντρων, τις τσιμεντένιες διακλαδώσεις του με τις μεταλλικές πλάκες για την αλλαγή της κατεύθυνσης. Όλα αυτά που έβλεπα και έπαιζα μικρός, που σε κάθε όνειρό μου μεγάλωναν και γίνονταν τεράστια, που αποκτούσαν σάρκα και οστά, μου μίλαγαν. Το τρένο με την κόκκινη μηχανή και τις κίτρινες οριζόντιες γραμμές, με τα 7-8 βαγόνια, που γνώριζα πως ακριβώς σφυρίζει όταν περνάει από το χωριό μας. Μπορώ ακόμα και σήμερα να θυμηθώ το σφύριγμά του, ίσως να μπορώ ακόμα και μετά από 30 χρόνια.
Θεώρησα χρέος προς τον εαυτό μου να το κάνω αυτό, με απασχολούσε αρκετά χρόνια η σκέψη αυτή. Ίσως, ποιος ξέρει, μετά από αρκετά χρόνια, κάποιοι γείτονες ή και τα παιδιά τους, να μπορούν να αναγνωρίσουν μέσα από αυτές, κάποιο κομμάτι του εαυτού τους. Ή να τους ξυπνήσει μια ανάμνηση. Νομίζω ότι όταν εννοούμε μνήμη, τουλάχιστον για εμάς τους απλούς ανθρώπους, κάτι τέτοιο εννοούμε. Δε δημιουργούμε πολιτισμό, δε γράφουμε χρυσές σελίδες, απλά συγκρατούμε με μικρές σκόρπιες αναμνήσεις μια μικρή ιστορία της γειτονιάς μας, που ίσως κάποια στιγμή (ποιος ξέρει), να δημιουργήσει ένα κοινό ρεύμα με άλλες και να γράψει μια άλλη, μεγαλύτερη. Μουσική: Απέλειπειν ο Θεός Αντώνιον, Δήμος Μούτσης
Σαν άξαφνα ώρα μεσάνυχτα
ακουστεί αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές
την τύχη σου που ενδίδει πια
τα έργα σου που απέτυχαν
τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες
μη ανωφέλετα θρηνήσεις
Προπάντων να μην γελαστείς
μην πεις πως ήταν ένα όνειρο
Μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχτείς
σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος
σαν που ταιριάζει σε
που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη
Πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνηση
αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου
κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις