31.12.04

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

Τελικά ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ξυπνήσαμε τη συνηθισμένη ώρα (11 το πρωί, την ώρα που χάραζε δηλαδή). Η Μάγκα έφτιαξε το συνηθισμένο πρωινό: γάλατα, αλλαντικά, τυριά και δημητριακά (κορν φλέικς κτλ). Ξύπνησε και ο Όντουρ και πήραμε πρωινό. Μετά από λίγο, παρατήρησα μία ασυνήθιστη κίνηση στο τηλέφωνο. Η Μάγκα σε μία στιγμή το κλείνει και με ρωτάει ευθύς-αμέσως: "θα σε πείραζε να μην πας απόψε στο Ρέυκιαβικ;" Εγώ έμεινα κόκκαλο, αλλά διατηρώντας τη χαρακτηριστική μεσογειακή ψυχραιμία μου της απαντάω:΄"όχι, αλλά γιατί;" -"ο καιρός θα χαλάσει απόψε και αν πάμε θα δυσκολευτούμε να γυρίσουμε. Δεν είναι πολύ ευχάριστο να εγκλωβιστείς στο αυτοκίνητο στα χιόνια". Είχε πάρει ήδη τηλέφωνο στα λεωφορεία στο Σελφοςς και είχε μάθει ότι δε θα είχε δρομολόγια πιό αργά. Εξ' άλλου οι γιορτές και τα πυροτεχνήματα στο Ρέυκιαβικ είχαν αναβληθεί για το ίδιο λόγο. Μου λέει: "σε πειράζει να κάνουμε εδώ όλοι μαζί πρωτοχρονιά;". Η πρόταση αν και ήταν διαφορετική απο τα αρχικά πλάνα μου είχε οικειότητα, άσε που δεν είχα και κάποια εναλλακτική να την αρνηθώ. Τι άλλο μπορούσα να πω, είπα "ναι". Μετά άρχισε: "σίγουρα δεν έχεις πρόβλημα;","σίγουρα δε σε πειράζει;", "μήπως θέλεις να σε πάμε σε κάθε περίπτωση;". Αν και με στενοχώρησε που δε θα πήγαινα, σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να έκανα πρωτοχρονιά με μία Ισλανδική οικογένεια, να δω πως κάνουν και αυτοί πρωτοχρονιά. Αφού ξανάφτιαξα τα λαμπάκια του δέντρου που είχαν χαλάσει, κάθησα με τον Κρίστινν στην τηλεόραση που είχε αθλητική ανασκόπηση της χρονιάς. Η Μάγκα μου ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν και μία φίλη της καθηγήτρια στο σχολείο για να γιορτάσει και αυτή μαζί. Κατά τις 9 η ώρα το βράδυ ήρθε η φίλη της. Ήταν μαμα, γιαγιά, ήταν χωρισμένη (τι ασυνήθιστο!) και είχε και boyfriend που έμενε στο Ρέυκιαβικ. Στην αρχή φάνηκε ευγενική. Η Μάγκα με συνέστησε λέγοντας το π λ ή ρ ε ς όνομά μου και με χαροποίησε ιδιαίτερα. Η Χέλγκα όπως λεγόταν, με ένα αρκετά παράξενο τρόπο, κρατώντας τα χέρια κλειστά και με ένα αργό και ήπιο τόνο στη φωνή της μου ανακοίνωσε ότι τα αγγλικά μου ήταν άψογα, σαν να προσπαθούσε να επιβληθεί στην ομήγυρη με τη σοφία της και τη γνώση της. Με ρώτησε τι με φέρνει στην Ισλανδία. Της απαντάω ότι ερωτεύτηκα τη χώρα από όταν ήμουν μικρός και της έδειξα το απόκομμα του άρθρου του 1988 από την Ελευθεροτυπία με τη Βίγκντις Φινμπογκαντόττιρ. Άρχισα να της μεταφράζω διάφορους τίτλους που είχε επάνω του το δισέλιδο: "στην Ισλανδία κουμάντο κάνουν οι γυναίκες. Οι άντρες είναι ναυτικοί". Στο άκουσμα αυτής πρότασης αυτή ξύνισε τα μούτρα και είπε: "αυτό είναι λάθος." Εμένα δε με προδιέθεσε και ιδιαίτερα, τουλάχιστον αυτό το άρθρο είναι από τα φυλαχτά μου. Μετά έχασε το ενδιαφέρον της για εμένα και το απόκομμά μου και πήγε να συζητήσει με τη Μάγκα.
Σε λίγο σερβιρίστηκε το φαΐ. Καθήσαμε. Τα παιδιά συμμαζεμένα και η Μάγκα επίσης. Η Χέλγκα μας διηγήθηκε το γαμήλιο ταξίδι της που ήταν κρουαζιέρα στη Μεσόγειο το 1983 και κάνοντας στάση στον Πειραιά, πήγε στο Αρχαιολογικό Μουσείο και θαυμάζοντας ένα άγαλμα χωρίς να τη δεί κανένας, το ακούμπησε. Της είπα ότι τώρα που το ξέρω μπορούμε κάτι να κανονίσουμε κάτω από το τραπέζι για να μην το μάθουν οι ελληνικές αρχές! Άρχισε να μας λέει για την αριστοκρατική καταγωγή της και εκεί άρχισα πραγματικά να μην πιστεύω, καθ' ότι όπως η Ελλάδα, έτσι και η Ισλανδία δεν είχαν ποτέ αστική τάξη που να κανονίζει με τα συμφέροντά της τη μοίρα του τόπου. Σαν να σου λέει κάποιος στην Ελλάδα τι γόνος μεγάλης οικογένειας είναι! Δεν αμφιβάλλω, μπορεί να είναι μορφωμένη, αλλά δε σημαίνει ότι είναι και από κάποιο τζάκι. Διέκρινα επίσης και ένα πατριωτικό/ εθνικιστικό τόνο, όπως "η ζωή στην Ισλανδία σημαίνει επιβίωση των ικανότερων" και κάτι τέτοια. Διπλωματικά απάντησα ότι σε όλες τις χώρες όταν υπάρχουν δυσκολίες επιβιώνουν οι ικανότεροι. Αυτή, ακούγοντας την απάντησή μου υποπτεύθηκε ότι αυτά που έλεγε έθιγαν τη δική μου πατριωτική συνείδηση σπεύδοντας να προσθέσει ότι "και στην Ελλάδα το ξέρω καθ' ότι είναι αρχαίος λαός και έχουν περάσει πολλά από πολλούς και μπλα μπλα...". Η άμεση διευκρίνισή μου ήταν ότι "δεν το λέω για την Ελλάδα, το λέω για όλους τους λαούς γιατί αυτό πιστεύω, δε θεωρώ την Ελλάδα κάτι πιό ειδικό από τις υπόλοιπες χώρες, τουλάχιστον σα σύγχρονη Ελλάδα και όχι σαν αρχαία."
Το φαγητό ήταν φανταστικό. Είχε το γνωστό αρνί στο φούρνο που το έκοβε λεπτεπίλεπτα σε φέτες με τη μαχαίρα ο Όντουρ και μία φανταστική πατατοσαλάτα, όλα με μία καφέ σως που μου θύμιζε τη δανέζικη που είχα φάει πριν 4 χρόνια στη Δανία, στο σπίτι της Άλις, της κόρης του Κνουτ. Μετά μαζέψαμε τα πιάτα και τα πήγαμε στην κουζίνα. Εκεί η Χέλγκα άρχισε να δείχνει τον λίγο δασκαλίστικο τρόπο της, προσπαθούσε να επιβληθεί. Μου έδινε οδηγίες και σχεδόν μου επέβαλε να πλύνω τα πιάτα γιατί η Μάγκα είχε το πρόβλημα στο χέρι. Δε με πείραξε για τα πιάτα, αυτά θα τα έκανα σε κάθε περίπτωση, αλλά την επιμονή της να της περνάει το οτιδήποτε και κυρίως κρυμμένο πίσω από την προσπάθεια να προστατέψει τη Μαγκα να μην πάθει τίποτα. Μετά είδαμε στην τηλεόραση το πρωτοχρονιάτικο σατυρικό σόου που περιγράφει τα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς. Μπορώ να πω ότι είχε πλάκα, καθώς η Χέλγκα μου μετέφραζε. Έδειχνε την κατάσταση με τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια (τι μου θυμίζει άραγε;), πως έδιναν κάποτε οι τράπεζες δάνεια και πως τώρα, με το περυσινό κύμα καύσωνα στην Ισλανδία, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την ισλανδική εκπροσώπηση, με τα σκάνδαλα του νομοσχεδίου του ασυμβίβαστου και τον πρώην πρωθυπουργό. Εκεί που έδειχνε σε ένα σκέτς ένα χειρουργικό τραπέζι, από το τραπέζι εμφανίστηκε ένας τύπος που έμοιαζε απελπιστικά με τον πρώην πρωθυπουργό. Λέω στη Χέλγκα: "αυτός παριστάνει τον πρώην πρωθυπουργό, έτσι;" και μου απαντάει "αυτός είναι Ο ΙΔΙΟΣ ο πρωην πρωθυπουργός!". Στην αρχή δεν κατάλαβα, την ξαναρωτάω "αυτός που παίζει στο σκετς δηλαδή ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΠΡΩΗΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ;" μου λέει πάλι "ναι, αυτός είναι". Εγώ έμεινα ξερός. Πρωην πρωθυπουργός και να παίζει σε σατυρικό σκέτς; Προσωπικά δεν έχω κόλλημα περί σοβαροφάνειας των πολιτικών, αλλά στη νοτιανατολίτικη πολιτική ζωή μας ένας ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ πολιτικός που θα λάμβανε μέρος σε κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν τουλάχιστον ελαφρόμυαλος, και ειδικά σε ένα σκετς που στοχεύει την πολιτική του, γιατί θα θεωρούνταν αποδοχή των λαθών του, πράγμα ασυμβίβαστο με την ελληνική νοοτροπία. Στην Ελλάδα ποτέ κανένας δεν αναλαμβάνει ευθύνες για τίποτε. Προσπαθούσα να της μεταδώσω την έκπληξή μου για την παρουσία ενός υψηλού πολιτικού προσώπου (έστω και πρώην) σε κάτι τέτοιο. Μου απάντησε "ξέρεις, σε αυτή τη χώρα ο καθένας προσπαθεί να δείχνει σκληρός και άκαμπτος, αλλά υπάρχει η κοινή αίσθηση ακόμα και όταν κάποιος βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας, δεν πρέπει να ξεχνάει ποτέ από που ξεκίνησε: όλοι σε αυτά τα χιόνια έχουμε πεθάνει, δε χρειάζεται να το παίζεις εσύ ότι απαξιείς να εμφανιστείς σε αυτό το σόου." "Εξ' άλλου αυτός ο πρωην πρωθυπουργός πριν αρχίσει την πολιτική του σταδιοδρομία έγραφε σατυρικά κείμενα που τα παρουσίαζε στο κρατικό ραδιόφωνο τη δεκαετία του '70". Κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο αλλά ακόμα δε μπορούσα να το χωνέψω.
Στη συνεχεια ο Κρίστινν έπιασε την κιθάρα. Ο Όντουρ, η Χέλγκα και η Μάγκα άρχισαν το τραγούδι. Χωρίς να είναι στα τσακίρ κέφια, χωρίς να έχουν πιεί, τραγουδούσαν με όρεξη. Μετά ο Κρίστινν έκατσε στο πιάνο και ο νέος χρόνο μας βρήκε από πάνω του, τραγουδώντας κάποια παραδοσιακά τραγούδια για τρολ (καλλικάτζαρους) στην ενδοχώρα, που κυνηγάνε τους βοσκούς και αυτοί πέρνουν τα πιο δυνατά και γρήγορα άλογά τους για να μπορέσουν να τους ξεφύγουν.
Πιό αργά, ζήτησε από τον Κρίστινν να την πάει στο σπίτι της στο Ρέυκχολτ. Ζήτησα και εγώ να πάω για βόλτα. Στο αυτοκίνητο ησυχία. Σε κάποια στιγμή άρχισε τα ίδια: "βλέπεις τι είμαστε εμείς οι Ισλανδοί; Ο Κρίστινν με πάει με το αυτοκίνητο μέσα στα χιόνια 30 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα, χωρίς να το σκεφτεί. Αυτό μας έκανε να επιβιώσουμε σε αυτόν τον τόπο" Δεν κρατήθηκα και της λέω: "σε όλους τους λαούς υπάρχει αλληλοβοήθεια. Και στην Ελλάδα αν κάποιος επισκέπτης μας δεν είχε αυτοκίνητο θα τον έπαιρνα και θα τον πήγαινα εκεί που ήθελε, και όχι μόνο εγώ, ο καθένας μας". "Ναι," μου λέει "και οι Έλληνες έχουν περάσει πολύ δύσκολες καταστάσεις και είναι προς τιμήν σας που το καταφέρνετε". "ευχαριστώ" της λέω, "αλλά δεν είναι μόνο οι Έλληνες που έχουν περάσει δύσκολα, είναι όλοι οι λαοί που έχουν περάσει δύσκολα". "Και το λέω αυτό γιατί έχουμε συνήθως την τάση να θεωρούμε ότι μόνο εμείς οι ίδιοι έχουμε περάσει δύσκολους καιρούς, αγνοώντας για το αν οι άλλοι έχουν βρεθεί στην ίδια κατάσταση." "Οι Έλληνες έχουν περάσει πολλά, αλλά σταματάνε μέχρι εκεί και ο (νεο)ελληνικός πολιτισμός δεν έχει να επιδείξει τίποτα σημαντικό που να τον έχει κάνει γνωστό παγκοσμίως, και δεν εννοώ τους Έλληνες που πρώτα έγιναν γνωστοί έξω και μετά ήρθαν στην Ελλάδα σαν εισαγόμενο προϊόν, μιλάω για Έλληνες που πρώτα δούλεψαν και δημιούργησαν στην Ελλάδα, έγιναν εκεί γνωστοί και στη συνέχεια έγιναν ευρύτερα γνωστοί. Τέτοιο είδος δεν υπάρχει". "Είναι σαν κάποιοι φτωχοί άξεστοι συγγενείς που ένας δικηγόρος τους ανακοινώνει ότι κληρονόμησαν την αμύθητη περιουσία ενός πλούσιου θείουκ και αυτοί μην ξέροντας τι έχουν στα χέρια τους τη σκορπάνε από 'δώ και από 'κει". Δεν πρόλαβε να μου απαντήσει είχαμε φτάσει. Τη συνόδεψα μέχρι την πόρτα και αυτή με ένα "καληνύχτα" μπήκε μέσα στο σπίτι κλείνοντας βιαστικά την πόρτα πίσω της. Δεν πειράζει, ό 'τι κατάλαβε, κατάλαβε. Μπήκα στο αυτοκίνητο και γυρίσαμε στο Μπρέκκουσκόγουρ. Ήμασταν στο έτος 2005, στην Ισλανδία.

30.12.04

Εκδρομή στα χιόνια

Κατά τις 9 το πρωί, μαύρα μεσάνυχτα δηλαδή, έσκασαν μύτη οι φίλοι των παιδιών, ο καθένας με το δικο του τζιπ ή αγροτικό. Ήταν όλοι τους εφοδιασμένοι με τις ολόσωμες φωσφοριζέ φόρμες που συνηθίζεται να τις φορούν εκεί πάνω όσοι κάνουν εξωτερικές δουλειές. Η Μάγκα ξύπνησε και μου έδωσε μία από αυτές τις φόρμες, θεωρώντας ότι τα Γκόρετεξ που έιχα από το βουνό δε θα έκαναν. Από όλους αυτούς θυμάμαι μόνο το όνομα του Έιναρ από το Ρέυκχολτ. Ήταν και ένας άλλος πιτσιρικάς με ένα HiLux και ένα χοντρούλη, συμπαθητικό παιδί στη θέση του συνοδηγού και ένας με ένα αγροτικό Dodge, που είχε φέρει και τα παιδιά του. Όλοι δώσαμε ραντεβού στο Γκέυζερ που είναι 10 περίπου χιλιόμετρα από το σπίτι της Μάγκα. Εκεί γεμίσαμε βενζίνη και ξεφουσκώσαμε τα λάστιχα, πάγια μέθοδος για να μπορείς να οδηγήσεις στο χιόνι. Πλάκα έχει, δίπλα σε αυτό το μέρος που είναι γεμάτο κίνηση το καλόκαίρι από αυτούς που έρχονται να δουν τους θερμοπίδακες, να δίνουμε εμείς ραντεβού και να μη γυρνάει κανείς να το κοιτάξει. Κάτι σαν εμάς που πάμε προς Ολυμπία και προσπερνάμε τα αρχαία. Λίγο παρακάτω περάσαμε από τον καταρράκτη του Γκούτλφος, τελευταίο σημείο πολιτισμού πριν την ενδοχώρα. Από εκεί και πέρα αρχίσαμε να μπαίνουμε στα πραγματικά ακατοίκητα εδάφη, στους δρόμους τους σημειωμένους στους οδικούς χάρτες με F-, δηλαδή δρόμοι απροσπέλαστοι χωρίς ειδικά οχήματα. Μια άσπρη έρημος μπροστά μας, με χαμηλά βουνά στο βάθος. Ο τρόπος που οδηγούνε είναι ο εξής: ο καθένας πηγαίνει όπου του αρέσει! Μπορεί φυσικά να ακολουθήσει τα χνάρια του μπροστινού, αλλά νομίζω ότι αυτό που επιζητούν είναι να κολλήσουν και να προσπαθούν να ξεκολλήσουν με επιδέξιες τιμονιές. Αυτό που χαρακτηρίζει την οδήγησή τους είναι να παίζουν με διάφορους τρόπους και είτε με απότομα τινάγματα και τέρμα γκάζι είτε με απαλές και προσεκτικές κινήσεις να προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που εμφανίζονται. Πολλές φορές όταν κολλάνε, από τα άλλα αυτοκίνητα πετάγονται και προσπαθούν με σπρώξιμο να τους ξεκολλήσουν. Αν το σπρώξιμο δεν μπορεί να κάνει τίποτα, τότε ο γάτζος στον κοτσαδόρο του καθενός από τα αυτοκίνητα είναι έτοιμος για χρήση. Το πορτ μπαγκαζ του κάθε αυτοκινήτου είναι ένα σχεδόν κινητό συνεργείο με διάφορα εργαλεία.
Προχωρίσαμε αρκετά, κάπου μεταξύ Λάνγκγιούκουτλ (Μακρύς Παγετώνας) και του Μπλάφετλ (Μπλε Βουνό) σε ένα οροπέδιο που το έδερνε ο αέρας. Σε αυτό το πέρασμα ήταν ένα σημάδι για να μπορείς να καταλάβεις που βρίσκεσαι, μαζί με ένα Ratrack από αυτά που έχουν στα χιονοδρομικά κέντρα, χωρίς οδηγό. Εκεί αποφασίσαμε να επιστρέψουμε προς τα πίσω και να κατευθυνθούμε στο Φρέμσταβερ, ένα καταφύγιο ορειβατικό και ανάγκης με όλα τα απαραίτητα. Για να φτάσουμε ως εκεί διασχίσαμε ένα φαρδύ και ρηχό ποτάμι με τα αυτοκίνητα που νομίζω ότι πρέπει να κατέβαινε από τον παγετώνα. Οι υπόλοιποι ανάψαν το μάτι του γκαζιού για να ξεπαγώσουμε χίονι και να φτιάξουμε καφέ. Τα πάντα ήταν παγωμένα εκεί μέσα, εκεί τα χρειάστηκα λίγο, δεν υπήρχαν παντόφλες και τα πόδια μου, μουσκεμένα καθώς ήταν είχαν αρχίσει να ξυλιάζουν επάνω στο παγωμένο πάτωμα. Η σόμπα ήταν λίγο αδύναμη για να μπορέσει να ζεστάνει τόσο χώρο σε τόσο λίγο διάστημα με αποτέλεσμα να κρυώνω συνεχώς. Ο καφές έγινε, ένα χλιαρό πράγμα ίσα-ίσα να πούμε ότι κάτι ήπιαμε, και να τσιμπήσουμε ένα ωραίο σάντουιτς με τυρί και καπνιστό αρνί, η κλασική Ισλανδική χριστουγεννιάτικη σπεσιαλιτέ: λουκούμι! Αυτό ήταν μία παρηγοριά στο κρύο που με είχε διαπεράσει και είχε αρχίσει πλέον να διαπερνάει και το ηθικό μου. Εκεί δεν καθήσαμε παραπάνω από μία ώρα και αισίως μόλις τελειώσαμε, μαζέψαμε τους καφέδες μας και τα σκουπίδια και πήγαμε πίσω στα αυτοκίνητα, προς μεγάλη μου χαρά, καθώς θα ξαναζεσταινα το κοκκαλάκι μου. Είχε αρχίσει να ξαναχιονίζει.
Ξανά μέσα στα αυτοκίνητα, δεν είχαμε κάνει παραπάνω από τρακόσια μέτρα από το αυτοκίνητο όταν το HiLux προσπαθώντας να περάσει ένα ρυάκι σφήνωσε η ρόδα και βγήκε το λάστιχο από τη ζάντα... Τότε άρχισαν τα πανηγύρια! Άνοιξαν τα συνεργεία που υπήρχαν στα πορτ-μπαγκαζ με τεράστιους χειροκίνητους γρύλους, κομπρεσέρ που συνδέονταν στη μπαταρία. Το πιό εντυπωσιακό όμως είναι ότι δούλευαν μέσα στα παγωμένα νερά του ρυακιού! Στην αρχή δοκίμαζαν να το επαναφέρουν στη ζάντα κατ' ευθείαν και χρησιμοποίησαν μία μαγγανεία με ένα σπρέυ που αφού το ψέκαζαν στο εσωτερικό του λάστιχου, του έβαζαν από απόσταση φωτιά με αναπτήρα και αφού έκανε ένα εντυπωσιακό "φούπ", το αέριο εκρηγνυόταν μέσα στο λάστιχο, του έδινε ξανά τη φόρμα του και με τη θερμότητα κόλλαγε ξανά επάνω στη ζάντα. Δυστυχώς όμως το κόλπο δεν έπιασε. Αναγκάστηκαν να λύσουν τη ζάντα από τον τροχό, τη βάζουν με το λάστιχο επάνω στο χιόνι και ανέβηκαν τρία άτομα επάνω της και άρχισαν να χοροπηδάνε μέχρι το χείλος του λάστιχου να περάσει από την άκτρη της. Μετά από λίγο με τη βοήθεια του κομπρεσέρ, το λάστιχο είχε επανέλθει στη θέση του. Μπήκε επάνω στον τροχό, έσφιξαν τα μπουλόνια και μπήκε στη θέση του. Ο γρύλος κατέβηκε και απομακρύνθηκε και το αυτοκίνητο ήταν πλέον έτοιμο να φύγει. Ανέβηκαν λοιπόν μερικά άτομα στον πάγκο που εξέχει από την πλατφόρμα της καρότσας για να δημιουργήσουν αντίβαρο στο μπροστινό τμήμα που βρισκόταν μέσα στο χαντάκι και να μπορέσει να ξεπεράσει το εμπόδιο. Το αυτοκίνητο βγήκε από το ρυάκι και οι υπόλοιποι άρχισαν με τα φτυάρια να εξομαλύνουν ένα διπλανό σημείο για να μπορέσουν να περάσουν και τα άλλα αυτοκίνητα. Ο Όντουρ βρήκε ένα σημείο από παγωμένο χιόνι αρκετά στέρεο για να μπορεί να περάσει αυτοκίνητο. Το δικό μας σχεδόν πέρασε, πέφτοντας μόνο ένας πίσω τροχός από την υποχώρηση του χιονιού. Λίγο παρακάτω σε μία απότομη πλαγιά, το ένα αυτοκίνητο δέθηκε με το άλλο σε ορειβατικό στυλ για να μπορέσουν να ανέβουν! Μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα από τις ικανότητες και την όρεξη των παιδιών. Χωρίσαμε τελικά εκεί που είχαμε αρχίσει: στο μεγάλο γκέυζερ φουσκώνοντας τα λάστιχα για να επιστρέψουμε στην "πολιτική" χρήση των αυτοκινήτων.
Φτάσαμε στο σπίτι αρκετά κουρασμένοι. Η Μάγκα μας περίμενε και είχε μαγειρέψει μισό αρνί στο φούρνο! Μπορώ να πω ότι ή γεύση του ήταν φανταστική. Κάθησε μαζί μας και συζητήσαμε τα γεγονότα της μέρας, καθώς και το πρόγραμμα της επομένης το οποίο επρόκειτο να αλλάξει άρδην.

29.12.04

Μέρα δύο

Ξύπνησα στις 09:00. Πήγα στην τραπεζαρία και κάθησα. Το φως ακόμα δεν είχε χαράξει. Απ' έξω ο αέρας σφύριζε. Μετά από δύο ώρες εμφανίστηκε η Μάγκα, και μετά από λίγο ο Όντουρ. Καθήσαμε και φάγαμε πρωινό. Συζητούσαν τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Το απόγευμα πήγα στον Σίγγι και τη Φρίδα. Πιάσαμε την κουβέντα για την πολιτική και συζητήσαμε για τον πρωθυπουργό και τις κομπίνες που κάνει, για τον όμιλο Μπάουγκουρ που προσπαθεί να επισκιάσει κάθε μέσο πληροφόρησης και οικονομική δραστηριότητα στη χώρα και ύποπτες εξαγορές αλυσίδων καταστημάτων στο εξωτερικό, για το φράγμα που χτίζεται στα ανατολικά φιόρδ. Το απόγευμα γνώρισα και το μεγάλο γιό της Μαρίας από το Πάτρεκσφιέρδουρ. Τι μπάχαλο που γίνεται σε αυτές τις οικογένειες! Ένας από τους γιούς του Σίγκι με γύρισε στο σπίτι. Εκεί υπήρχαν επισκέψεις. Ένας φίλος τους από το Έγκιλσστάδιρ στα ανατολικά ο οποίος κάνει πολλά χιλιόμετρα έιχε έρθει για επίσκεψη. Αυτός ασχολούταν με κάτι στο μηχανοκίνητο αθλητισμό που οι Ισλανδοί ασχολούνται αρκετά σοβαρά: 4Χ4 σε ταχείες αναβάσεις επάνω απότομες πλαγιές. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να φαρμακώνουν ουίσκια και βότκες. Είπα και εγώ ο κακομοίρης να πιώ καμιά μπύρα και αμέσως ήρθα αντιμέτωπος με την αποδοκιμασία των υπόλοιπων: don 't drink chicken drinks! Οι τύποι δεν παιζόνταν: καφεδάκι φίλτρου "υπερτροφοδοτούμενο" με βότκα! Καλά, όχι ότι έπιναν λιγότερους καφέδες όλοι μέσα στο σπίτι: η Μάγκα έφτιαχνε καθημερινά τουλάχιστον 4 κανάτες στην καφετιέρα, με 8 περίπου φλυτζάνια η κάθε μία. Με αυτόν τον καφέ γέμιζαν ένα θερμός που βρισκόταν πάντα έπανω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Έτσι, όποιος έμπαινε μέσα είχε πάντα ένα καφέ να τον ζεστάνει αφού έξω είχε φάει το κρύο της ζωής του.
Η συνάντηση έληξε κατά τις 3 το πρωί για εμένα με το στομάχι μου να ανακατεύεται. Οι άλλοι το συνέχισαν, αφού ήπιαν μισό ουίσκι και μισή βότκα με θέα την αρκτική νύχτα από το παράθυρο της τραπεζαρίας.

Πρώτη μέρα στην Ισλανδία

Την επόμενη το πρωί ξύπνησα και πήγα στο αεροδρόμιο. Η Μπολέτε με συνόδεψε μέχρι το σταθμό του τρένου. Το κρύο ήταν πάλι παρόν και η προσμονή να φτάσω στην Ισλανδία ακόμα μεγαλύτερη. Μετά από άλλες 3 και μισή ώρες πτήσης και με συνεχείς αναταράξεις λόγω του δυνατού νοτιοδυτικού ανέμου το αεροπλάνο προσγειώθηκε τελικά στο Κέφλαβικ. Στο αεροδρόμιο τα πράγματα ήταν ήσυχα. Βγήκα κανονικά, πήγα στο λεωφορείο και τακτοποιήθηκα. Η ώρα ήταν περίπου 3 και το σούρουπο είχε ήδη αρχίσει να πέφτει. Το λεωφορείο ξεκίνησε για το Ρέυκιαβικ και διέσχιζε το χιονισμένο τοπίο. Στο δρόμο Ρέυκιαβικ-Κέφλαβικ έχουν γίνει έργα διαπλάτυνσης του δρόμου για μπορέσουν κάποια στιγμή να λιγοστέψουν τα δυστυχήματα και έτσι σε ένα μέρος του δρόμου είναι δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση με βοηθητική. Στο σταθμό λεωφορείων του Ρέυκιαβικ έφτασα κατά τις 15:30. Εκεί με περίμενε η Μάγκα. Η καημένη, έκανε τόση χαρά! Φορτώσαμε τα πράγματά μου στο πίσω κάθισμα (αφού το πόρτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο με διάφορες παλιατζούρες του γιού της) και ξεκινήσαμε. Περάσαμε όμως μια βόλτα από τη μητέρα και τον πατέρα της. Είχα εξ άλλου και ένα δώρο για αυτή. Χάρηκαν και αυτοί α λα Ισλανδικά και μου έκανε δωρο ένα ζευγάρι μάλλινα πλεκτά γάντια. Μετά πήγαμε να βγάλει χρήματα και ξεκινήσαμε. Ο δρόμος που περνά από το Χέτλισχεϊδι (το οροπέδιο στα νοτιοανατολικά του Ρέυκιαβικ και βασικός οδικός άξονας για το Νότο της χώρας)δεν ήταν στα καλύτερά του, θα μπορούσε όμως να είναι και χειρότερα. Οι ηλεκτρονικές πινακίδες έδιναν -3 βαθμούς και άνεμο γύρω στα 5 μ/δευτ. Ο πάγος τα είχε στρώσει για τα καλά και εμείς ταξιδεύαμε με περίπου 50-70 χλμ/ω. Είχε συννεφιά και όπως μου είπε η Μάγκα ήταν απίθανο σε αυτές τις συνθήκες να γίνει ορατό το βόρειο σέλας. Διασχίζαμε τις χιονισμένες ερημιές για αρκετή ώρα. Περνάγαμε σταυροδρόμια στη μέση του πουθενά, που και που κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο μας προσπερνούσε σηκώνοντας χιονοθύελλα με τα καρφιά από τα λάστιχά του. Προσπεράσαμε το Σέλφος, το Λάουγκαρβάτν και μετά από 10 χιλιόμετρα στρίψαμε αριστερά για να ανεβούμε στο σπίτι της Μάγκα που βρίσκεται επάνω στον εθνικό δρόμο, αν μπορεί βέβαια να χαρακτηριστεί σαν τέτοιος. Εκεί σταμάτησε για να κοιτάξει το γραμματοκιβώτιο και να πάρει τα γράμματά της. Με το που μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε ταχύτητα για να φύγει, αλλά με λάθος άφημα του συμπλέκτη το αυτοκίνητο έσβυσε λόγω του αρκετού χιονιού που υπήρχε στην έξοδο του δρόμου, και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν έδειχνε και διάθεση να πάρει και μπρος! Πήρε τηλέφωνο το μικρό της γιό Κρίστιν ο οποίος ήταν στο σπίτι, μερικές δεκάδες μέτρα πιό πάνω από εκεί που είχαμε κολλήσει. Ο γιός της, οδηγός μηχανημάτων γαρ εμφανίστηκε με ένα παμπάλαιο Ρέηντζ Ρόβερ και στάθηκε μούρη με μούρη με το μισοσάπιο στέισιον Σουμπαρού Λέγκασυ που είχαμε έρθει. Έφερε ένα σετ καλώδια μπαταρίας και τον βοήθησα να τα συνδέσει στους πόλους της μπαταρίας, ενώ το παγωμένο αγιάζι διαπερνούσε τα πουλόβερ μας και μας γέμιζε με παρασυρόμενο χιόνι. Με τα πολλά, έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, έβαλε κοντό σαζμάν στην τετρακίνηση και με μερικές προσπάθειες κατάφερε να το ξεκολλήσει και να ανέβει την στρωμένη με αρκετό χιόνι ανηφόρα που οδηγεί στο σπίτι τους. Φέραμε τα πράγματα μέσα στο σπίτι και κάθήσαμε λίγο να ξεκουραστούμε. Σε καμιά ώρα μετά ήρθε και ο Όντουρ που ήταν από τις αρχές των γιορτών στην Ισλανδία από τη Σουηδία, που μένει μαζί με την αρραβωνιαστικιά του στην πόλη Ούμεο. Χαιρετηθήκαμε και προσπαθήσαμε να μιλήσουμε λίγο καθ' ότι τα αγγλικά του δεν ήταν και τα καλύτερα δυνατά. Η Μάγκα ήταν εξαντλημένη από την κούραση, ήταν από τις 5 το πρωί στο πόδι, είχει πάει στο γιατρό, είχε φτιάξει φαΐ στον Κρίστιν, είχε έρθει στο Ρέυκιαβικ για δουλειά, είχε παραλάβει εμένα, είχαμε πάει επίσκεψη στη μητέρα της, είχε οδηγήσει 2 ώρες πίσω, νομίζω ότι όλα αυτάα ήταν αρκετά για να κουραστεί κανείς, δεδομένου ότι το ένα χέρι της ήταν μπανταρισμένο από το γυαλί που είχε σφαχτεί στις αρχές του μήνα και λίγο έλειψε να της κοστίσει τις κινήσεις του δαχτύλου της. Μου έστρωσε όπως-όπως το κρεβάτι και πήγε για ύπνο. Και εγώ ήμουν κουρασμένος εδώ που τα λέμε. Έπεσα για ύπνο. Η επόμενη θα ξημέρωνε με την πρώτη μέρα-νύχτα μου στην Ισλανδία, ξανά μετά από δύο χρόνια και έξι μήνες.

27.12.04

Φεύγω

Λοιπόν, γύρισα. Έλειπα για την νέα χρονιά, και επέστρεψα. Τι να κάνω; Να ξεκινήσω να γράφω το ημερολόγιο...
27/12/04: Αναχώρηση από Ελλάδα. Ο Λύμπερο με πήγε στο αεροδρόμιο. Μετά από 3 και μισή ώρες άγχους από της παραμονή μου σε εχθρικό περιβάλλον το αεροπλάνο πάτησε επιτέλους τις ροδίτσες του στην Κοπεγχάγη. Μόλις κατέβηκα με περίμεναν ο Λάσσε και η Μπολέτε, και οι δυό τους παρακαλώ! Είχε κρύο (0 ή -1) και ομίχλη εκεί. Τι να πω, τα παιδιά χάρηκαν πολύ που με είδαν! Με πήραν με το αυτοκίνητο του Μαυρίκιου και με πήγαν μία μικρή βόλτα γύρω από κάποια βασικά αξιοθέατα. Στο τέλος φτάσαμε στο λιμάνι όπου στην απέναντι όχθη και μέσα στην ομίχλη δέσποζε η καινούργια λυρική σκηνή της Κοπεγχάγης, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, που ανοίγει στις 15 Ιανουαρίου και ο Λάσσε θα παίζει εκεί. Μετά πήγαμε σπίτι, άφησα τα πράγματα και πήγαμε αμέσως για φαΐ, σε ένα ιταλικό εστιατόριο που είχε ανακυρηχτεί το καλύτερο την προηγούμενη χρονιά. Τι να πω, τα παιδιά με καταϋποχρέωσαν. Μετά, πήγαμε για μια μπύρα δίπλα στο σταθμό και στη συνέχεια στο μπόουλινγκ όπου τους κέρδισα παρακαλώ! Ναι, μπορώ να πω ότι ήταν μία καλή παραμονή στην Κοπεγχάγη. Μου είπαν ότι το καλοκαίρι θα έρθουν εδώ. Μάλλον πρέπει να είχαν ξετρελλαθεί με την Ελλάδα. Κατά τις δώδεκα και μισή πήγαμε στο σπίτι για ύπνο.