5.1.05

Βόλτες στην πόλη

Επιτέλους ξημέρωσε. Είχε πάει η ώρα έντεκα. Αποφάσισα να βγω. Ο Νιλς μου είχε αφήσει τα κλειδιά. Βγήκα, περπάτησα μέσα στα χιόνια για πέντε περίπου λεπτά και έφτασα στο μαγαζί της στάσης του λεωφορείου, το οποίο (φυσικά) διέθετε τα πάντα: χάμπουργκερ, χοτ-ντογκ, βιντεοκασέτες, περιοδικά, εφημερίδες, σοκολάτες κτλ. Εκεί έφαγα δύο χοτ-ντογκ και πήρα διάφορα άλλα σκατολοΐδια για το σπίτι, γιαούρτι "skjor", γάλα, κορν φλέικς και μπύρες. Δεν ήθελα να επιβαρύνω τα παιδιά με την παρουσία μου και προσπαθούσα να αποφεύγω να τρώω στο σπίτι. Μετά πήρα το λεωφορείο μέχρι το Μγόδ, σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και δίπλα από το εμπορικό κέντρο Κρίνγκλαν. Εκεί ήθελα να πάω στο ταχυδρομείο για να στείλω στο Πατρεκσφγιέρδουρ τα παιχνίδια και τα δώρα για τη Μαρία, το Χάλντορ και τα παιδιά. Επίσης έπρεπε να αλλάξω μερικά χρήματα από ευρώ σε ισλανδικές κορώνες, γιατί είχα ξεμείνει. Ε, δεν ήθελε και πολύ. Τρεις μπύρες να πιεις, πάνε 30 ευρώ. Έκανα μια βόλτα ήπια ένα καφέ σε ένα πολύ κυριλέ καφέ στην Λάικγιαργκάτα, ήταν πολύ γευστικός, αλλά η τιμή του πλέον ξέφευγε από τα φτηνά δεδομένα του καφέ στην Ισλανδία.
Η Χέκλα ετοίμαζε κάποια θρησκευτικά τραγούδια που θα τραγουδούσε την επόμενη μέρα στην εκκλησία. Τους ρώτησα αν μπορώ να πάω μαζί τους. Πάντως, φανταζόμουν κάτι σαν περίπου χορωδία, όπως αυτή που τραγουδούσε η Ιζόλδη στο Φράιμπουργκ. Μου είπαν ναι, αν και κάποια στιγμή προβληματίστηκα για την απόφασή μου, αλλά κατά βάθος ήμουν πολύ περίεργος.

4.1.05

Επιστροφη απο το Στυκκισχολμουρ

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Δηλαδή δεν ξημέρωσε, απλά το ξυπνητήρι με ξύπνησε στις 08:00. Ούτως ή άλλως η αυγή θα αργούσε αρκετά. Ντύθηκα στα γρήγορα, για να προλάβω να βγω έξω, να πάρω το λεωφορείο. Κανένας από τους ένοικους του ξενώνα δεν είχε ξυπνήσει, ούτε πάλι και ο ιδιοκτήτης, εκτός αν είχε φύγει νωρίτερα. Άνοιξα την πόρτα της κουζίνας, που ήταν και η κεντρική του ξενώνα και το φρέσκο χιόνι που είχε στοιβαχτεί επάνω της χύθηκε μέσα. Έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Όλη η προηγούμενη νύχτα είχε περάσει χιονίζοντας. Προσπάθησα να σύρω τα μπαγκάζια μου πάνω στο φρέσκο χιόνι. Το χιόνι που συνέχιζε να πέφτει μου μαστίγωνε τα μούτρα και δυσκόλευε από τη μία το περπάτημα καθώς έπρεπε να ισορροπώ με τα πράγματα στον παγωμένο δρόμο και από την άλλη να προσέχω και για κανένα διερχόμενο αυτοκίνητο που μπορεί να πέρναγε δίπλα μου και να μην το άκουγα καν.
Μετά από περίπου πέντε λεπτά περπάτημα έφτασα στο πρατήριο. Σα φύλακας-άγγελος, το πρατήριο ήταν ανοιχτό, το μοναδικό σημείο συνάντησης των κατοίκων της περιοχής σχεδόν ολόκληρο το 24ωρο, με τους καφέδες και τα σάντουιτς για τους ξεπαγιασμένους και δυό τρεις κουβέντες για τα τελευταία νέα του χωριού και της χώρας. Μπήκα μέσα, τραβώντας τα μπαγκάζια μου, τα παιδιά που ήταν πίσω από τον πάγκο, μου χαμογέλασαν, ελαφρά όπως πάντα. Πήρα ένα καφέ να συνέλθω, βιαστικό φυσικά αφού είχα μόλις ένα τέταρτο καιρό πριν έρθει το λεωφορείο. Τελικά ούτε και αυτόν δεν πρόφτασα να πιω, το λεωφορείο (που τελικά ήταν ένα μίνι-μπας-κλούβα) έφτασε μετά από πέντε λεπτά, όπου τελικά με το που φόρτωσε τα πράγματά μας (και εμάς) έφυγε αμέσως.
Η διαδρομή ήταν φοβερή. Το λεωφορειάκι να κλυδωνίζεται από τις ριπές του πλάγιου ανέμου ενώ το χιόνι που έπεφτε οριζόντια έκανε την ορατότητα σχεδόν 20-30 μέτρα. Ο δρόμος, ανυψωμένος καθώς ήταν από την γύρω πεδιάδα, δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελιγμών στον οδηγό. Ουσιαστικά το ότι ο δρόμος εξείχε από την υπόλοιπη έκταση ήταν το μόνο σημάδι, ο μόνος τρόπος που μπορούσε ο οδηγός να βοηθηθεί και να κρατάει την πορεία. Αυτός δε με τη σειρά του, οδηγούσε σχεδόν συνέχεια στο αντίθετο ρεύμα, καθώς ο άνεμος που φυσούσε από τα αριστερά μας, έκανε το λεωφορείο να γλιστράει στον πάγο (παρά τα λάστιχα με καρφιά) και να το κατευθύνει προς το χαντάκι. Έτσι, μετά από κάθε βίαιη ριπή του ανέμου, είχε το περιθώριο να το κρατάει στο δρόμο.
Εγώ παρακολουθούσα τσιτωμένος τη διαδρομή καθισμένος στο μονό κάθισμα στα δεξιά του λεωφορείου, ακριβώς πίσω από τη μοναδική πόρτα για τους επιβάτες. Είχα θέα στον οδηγό για να παρακολουθώ τις κινήσεις και αντιδράσεις του.
Είχαμε λιγότερο από μισή ώρα που είχαμε αναχωρήσει από το Στίκκισχολμουρ, και έχοντας αφήσει πίσω μας τη διασταύρωση προς το Όλαφσβικ, κατευθυνόμασταν νότια, προς το πέρασμα του ορεινού όγκου-ραχοκοκκαλιάς της χερσονήσου Σνάιφελσνες. Από εκεί, μετά τη διασταύρωση του Βέγκαμοουτ (=σταυροδρόμι) που ενώνει το δρόμο της νότιας ακτής της χερσονήσου θα στρίβαμε αριστερά για να κατευθυνθούμε προς το Μπόργκαρνες και από εκεί στο Ρέυκιαβικ. Σε κάποια στιγμή, το λεωφορείο πέρασε δίπλα από κάτι κάτι σα σκιά, κάτι σκούρο στα αριστερά, στο απέναντι ρεύμα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, πάλι στο αντίθετο ρεύμα ένα αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, σχεδόν σκεπασμένο από το χιόνι. Ο οδηγός τότε έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε. Έβαλε όπισθεν, πέρασε με την όπισθεν το σταματημένο αυτοκίνητο και συνέχισε μέχρι που σταμάτησε δίπλα από το σκούρο πράγμα, τη σκιά επάνω στο δρόμο, που πλέον κατάλαβα ότι ήταν ο οδηγός του σταματημένου αυτοκινήτου ο οποίος κατευθυνόταν, αν είναι δυνατό, μέσα στη χιονοθύελλα προς αναζήτηση οδικής βοήθειας! Μέσα στην ερημιά, όπου δεν υπάρχει άλλο χωριό πλην του Στύκκισχολμουρ και του Όλαφσβικ, και αυτά είναι 20-30 χιλιόμετρα μακρυά! Ο οδηγός μας μάλλον τον ρώτησε αν χρειάζεται βοήθεια, ο άλλος προφανώς του είπε όχι και εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι μας! Όμως, μάλλον δεν τον άφησε και έτσι. Συνεχίζοντας το ταξίδι, κάλεσε με το τηλέφωνο κάποιο αριθμό, μάλλον την οδική βοήθεια. Αυτοί οι άνθρωποι τελικά, δεν είναι ούτε αγενείς, ούτε ευγενικοί. Είναι παιδιά της γης τους. Μαθημένοι σε αυτή την αδυσώπητη και σκληρή γη, η βοήθεια που θα μοιράσουν μεταξύ τους θα είναι τόση ώστε να τους κρατήσει στη ζωή και τίποτα παραπάνω. Και ο βοηθούμενος από τη μεριά του, δε θα την αναζητήσει παρά μόνο όταν στα αλήθεια βρεθεί στο όριο της επιβίωσής του.
Το ταξίδι συνέχιζε πολύ δύσκολα και αγχωτικά. Η ώρα είχε φτάσει 10:00, αλλά καθόλου φως στον ορίζοντα. Φυσικά, ακόμα και όταν θα ανέτελλε, με όλη αυτή την κακοκαιρία, ίσα που θα φώτιζε αμυδρά αυτή τη σκοτεινή γωνιά του πλανήτη. Ο οδηγός, όπως και όλη την προηγούμενη ώρα, οδηγούσε από τη μέση του δρόμου και αριστερά με περίπου 60-70 χιλιόμετρα. Στο ρεύμα μας μαζευόταν μόνο όταν ένα φως που δυνάμωνε σταδιακά μέσα στη θολούρα της χιονοθύελλας, εμφανιζόταν από απέναντι ρεύμα, σημάδι ότι ερχόταν κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Μέσα στο λεωφορείο, ήμασταν μόνο ο οδηγός, μια κοπέλα και εγώ. Η νεαρή Ισλανδή παρακολουθούσε τη διαδρομή μάλλον αδιάφορα, σαν να μη συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα παράξενο. Εγώ, καθισμένος στη θέση μου, παρακολουθούσα την αυτόματη πόρτα του λεωφορείου. Σε όλο το ταξίδι, ο πλάγιος άνεμος μαζί με τον αέρα της φόρας του αυτοκινήτου, προκαλούσε υποπίεση επάνω στην πόρτα και την έκανε να τραντάζεται και να ανοίγει μερικές φορές ως και δέκα πόντους. Σε κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου από πίσω μας. Ο οδηγός του άρχισε να παίζει τη μεγάλη σκάλα τους. Ο οδηγός μας τότε σταμάτησε και επιβιβάστηκε στο λεωφορείο μια κοπέλα από το αυτοκίνητο. Εντελώς ελληνική συμπεριφορά: όπως συνήθως καθυστερημένοι, τρέχαν να προλάβουν το λεωφορείο με το αυτοκίνητο και ο οδηγός, σε αντίθεση με τη βορειοευρωπαϊκή τυπικότητα που θα περίμενε κανείς, σταμάτησε και την ανέβασε στο λεωφορείο. Ο καιρός είναι αυτός που καθορίζει τη ροή του χρόνου σε αυτή τη χώρα και απ' ότι φαίνεται, έχει διαποτίσει τον πληθυσμό μέχρι το κόκκαλο. Βέβαια, σε αντίθεση από εμάς που έχουμε υποφέρει σα λαός από παράγοντες που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη φύση, αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τη φύση από μόνη της. Το ταξίδι συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό, με τη νέα συνεπιβάτισσα να παρακολουθεί το ταξίδι μάλλον με την ίδια αγωνία όπως και εγώ.
Κάναμε στάση στο Μπόργκαρνες. Πλέον είχε αρχίσει να ξημερώνει και να αχνοφαίνεται μέρος του ποτισμένο με ένα βαθύ μπλε φως. Περνώντας τη γέφυρα της πόλης που την ενώνει με το απέναντι μέρος του φιόρδ, μία ηλεκτρονική πινακίδα στην άκρη του δρόμου ενημέρωνε για τις καιρικές συνθήκες 40-50 χιλιόμετρα πιο κάτω. Θερμοκρασία: -2 βαθμοί, ταχύτητα ανέμου 105 μέτρα το δευτερόλεπτο. Εκεί γούρλωσα τα μάτια. Προχωρώντας, ο αέρας χειροτέρευε, ή τουλάχιστον μου φαινόταν έτσι, μετά τη θέα της ταμπέλας. Λίγο πριν από την είσοδό μας στο τούνελ του Κβαλσφγιέρδουρ (=φιόρδ της φάλαινας) σταματήσαμε σε ένα πάρκινγκ και ανεβάσαμε μια ομάδα από παιδιά που μάλλον πήγαιναν στο σχολείο. Μετά από λίγο μπήκαμε στο τούνελ. Αυτά τα 5 χιλιόμετρα που διανύει το τούνελ κάτω από το φιόρδ και συντομεύει την απόσταση προς τα βόρεια της χώρας, ήταν το μοναδικό μοναδικό μέρος που είδα έδαφος χωρίς χιόνια και στεγνό. Μόλις βγήκαμε από το τούνελ, ο αέρας για πρώτη φορά μας έβγαλε από το δρόμο, κάνοντας το λεωφορείο να γλιστρήσει επάνω στον πάγο και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του οδηγού να το ελέγξει, καταλήξαμε στο χιόνι στα άκρα του δρόμου. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα αν τρέχαμε με μεγαλύτερη ταχύτητα, αλλά με 30 περίπου χιλιόμετρα την ώρα ευτυχώς μας έμεινε μόνο η τρομάρα.
Η ώρα είχε φτάσει δώδεκα το μεσημέρι. Διασχίσαμε το προάστιο το Μόουσφετλσμπάιρ και προχωρήσαμε αργά στην Μίκλιμπράουτ λόγω μποτιλιαρίσματος στην είσοδο του Ρέυκιαβικ, το μοναδικό δρόμο της πόλης και της χώρας με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Τελικά φτάσαμε κατά τις μία στο σταθμό των λεωφορείων και αποβιβαστήκαμε. Εκτός από τα πιτσιρίκια που κατέβηκαν κάτω παίζοντας και τσιρίζοντας, είδα ότι τα χρώματα της συνεπιβάτισσας που ανέβηκε στη διαδρομή ήταν αρκετά πιο σκούρα και από τα δικά μου: μαύρα ίσια μαλλιά καρε, καφέ μάτια. Λέω από μέσα μου: αυτή μάλλον από τα μέρη μας είναι. Ανταλλάσσοντας βλέματα, νοιώσαμε την αλληλεγγύη που φέρνει κοντά κάποιους που είναι και οι δύο ξένοι σε ένα τόπο. Πήρα το θάρρος να της απευθύνω το λόγο απευθείας στα αγγλικά και όχι με το συνηθισμένο "εξκιούζ μι, ντου γιου σπηκ ίνγκλις" παριστάνοντας έτσι το βλάκα, αφού η κοπέλα ήταν προφανές ότι δεν είναι ντόπια, μου απάντησε ότι είναι από τη Γαλλία (στα Αγγλικά παρακαλώ!), δουλεύει στην Κοπεγχάγη και ήρθε για μια επίσκεψη σε ένα φίλο της, καλή ώρα όπως εγώ, με τη διαφορά ότι η δική της επίσκεψη είχε στεφθεί με επιτυχία, ενώ εγώ από μέσα μου θρηνούσα για το μισό, άδικα ματαιωμένο μου ταξίδι. Η κοπέλα ήταν συμπαθέστατη και συζητήσαμε για τις τρομάρες που πήραμε σε αυτή την απίστευτη διαδρομή. Μετά από λίγο χωρίσαμε. Κάθισα στην αίθουσα αναμονής και περίμενα να έρθει ο Νιλς να με πάρει με το αυτοκίνητο, του είχα τηλεφωνήσει ήδη από το Μπόργκαρνες για την ώρα που θα φτάσω περίπου στο Ρευκιαβικ.
Ο Νιλς ήρθε μετά από περίπου είκοσι λεπτά. Εκείνη τη μέρα πήγε στη δουλειά αλλά τον έδιωξαν. Σε τέτοιες μέρες κακοκαιρίας, όλες οι εξωτερικές δουλειές είναι αρκετά δύσκολο να γίνουν. Μου είπε ότι στο πρόγραμμα της δουλειάς του για εκείνη τη μέρα περιλαμβανόταν και εργασία σε πλατφόρμα επάνω σε γερανό. Πήγαμε σπίτι και αράξαμε. Κατά τις τέσσερεις το απόγευμα πήγε και πήρε τη Χέκλα από τη δουλειά. Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο σπίτι. Μιλήσαμε για τον καιρό, που χωρίς πληροφόρηση τόσες μέρες, δε γνώριζα ότι είχε παραλύσει όλα τα νότια και δυτικά της χώρας. Μου έδειξε μια σελίδα στο διαδίκτυο όπου παρουσίαζε τη βατότητα του χιονιού σε όλη τη χώρα σε πραγματικό χρόνο. Ο μόνος δρόμος που ήταν ανοιχτός ήταν από το Ρέικιαβικ μέχρι το αεροδρόμιο του Κέφλαβικ και επίσης πολλοί δρόμοι της πρωτεύουσας κλειστοί. Μετά το απόγευμα μίλησα με τη Μάργκρετ. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω να μείνω στη Μπρέκκα. Σκέφτηκα ότι οι διακοπές των Χριστουγέννων και του νέου έτους είχαν παρέλθει, ο Όντουρ είχε γυρίσει στη Σουηδία, ο μικρός ο Κρίστιν αφ' ενός δούλευε από τα χαράματα καθημερινά στην παραμονή μου στο ξεχιόνισμα του δρόμου 1, αφ' ετέρου ήταν μικρός και λίγα τα πργάγματα που μπορούσαμε να συζητήσουμε μμεταξύ μας, η Μάργκρετ είχε ήδη ξαναρχίσει δουλειά. Αν επέστρεφα για το υπόλοιπο της παραμονής μου στην Μπρέκκα, το πιο πιθανόν ήταν να αντικρύζω ένα άδειο σπίτι όταν ξυπνάω, στη μέση του πουθενά και να μη μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο για να περάσει η ώρα. μέχρι κάποιος (κατάκοπος από τη δουλειά) να εμφανιστεί. Από την άλλη κάποιος θα έπρεπε να κάνει τον καουμπόη και να έρθει να με πάρει είτε από την πόλη, είτε από το Σέλφος ή το Ρέυκχολτ όπου θα μπορούσα να μεταβώ με λεωφορείο. Με όλη αυτήν την ταλαιπωρία που είχα υποστεί όμως τις δύο προηγούμενες ημέρες, δύσκολα θα μπορούσα να ξανανέβω σε λεωφορείο. Ευχαριστώντας την της αρνήθηκα και της πρότεινα να μείνω με τα παιδιά στο Ρέικιαβικ, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε διάφορα σημεία ενδιαφέροντος ανά την πόλη, είτε για αυτά πρόκειται να είναι εκθέσεις, μουσεία ή μπαρ για να τα πιω. Είχα ήδη αρκετά απομονωθεί για να φάω στα μούτρα άλλες 4-5 μέρες αναμονή μέχρι να πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής.
Ο Νιλς, περιποιητικός και προσηνής όπως πάντα, με βοήθησε να ανεβάσω τα πράγματά μου ξανά επάνω στο διαμέρισμά τους, καθώς έμεναν στον τρίτο και τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας η οποία, χτισμένη στα τέλη του 70 - αρχές του 80 όπως και το υπόλοιπο συγκρότημα της περιοχής, δεν είχε ασανσέρ. Στη μεζονέτα τους, με εγκατέστησε στον επάνω όροφο που αποτελούταν από ένα υπνοδωμάτιο και ένα μικρό καθιστικό με μια τηλεόραση, μου ανέβασε και το DVD για να δω καμιά ταινία. Μου πρότεινε να δω το σετάκι του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Γκόθικ καθώς είναι η ίδια η ταινία, ταίριαζε με την ατμόσφαιρα και τη μουντάδα του Ρέικιαβικ. Πάντως, βλέποντας τη ζωή και τις ανέσεις ενός πραγματικά μέσου ζευγαριού της χώρας όπως ο Νιλς και η Χέκλα, δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ πως και αν κάποιο ζευγάρι στην Ελλάδα με αντίστοιχες δουλειές θα μπορούσε να του επιτρέψει ανέσεις αντίστοιχες με αυτές εδώ πέρα. Ένα δάνειο για μζονέτα περίπου 120 τετραγωνικά σε μια μεσοαστική περιοχή όπως των παιδιών, με δύο μεσαίες δουλειές (ο Νιλς ξυλουργός- οικοδόμος, η Χέκλα νοσοκόμα στη φροντίδα καθυστερημένων ατόμων) και ταξίδι στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, θα ήταν άπιαστο όνειρο για ένα αντίστοιχο ελληνικό ζευγάρι του ίδιου εισοδήματος.
Η ταινία ξεκίνησε. Τελειώνοντας, είχα επηρεαστεί από το γοτθικό ύφος της. Ήμουν στην Ισλανδία, στη χώρα που ήθελα να είμαι πάντα, αλλά κάτι με χάλαγε. Ήμουν μόνος μου. Πριν από ένα χρόνο ονειρευόμουν να κάνω αυτό το ταξίδι μαζί με ένα άνθρωπο. Με τον άνθρωπο που αγαπούσα. Ο εγωισμός μου δε με άφηνε να του το δείξω. Αισθάνθηκα μια φοβερή μοναξιά. Ίσως το ταξίδι αυτό μου το είχε επιβάλλει το πείσμα μου για το διαφορετικό, και όχι τόσο η αγάπη μου για τη χώρα. Τώρα ήμουν εδώ, κλεισμένος σε ένα σπίτι στα προάστια του Ρέικιαβικ, με την αίσθηση ότι έχω χάσει τα πάντα. Όνειρα, αγάπες, φίλους. Ό' τι έκανα πλέον ήταν για τη δική μου προσωπική όρεξη για να το παίζω έξυπνος και καταφερτζής στον εαυτό μου. Στον ίδιο μου τον εαυτό. Που στο κάτω-κάτω είναι ο μόνος που δε μπορείς να του κρυφτείς. Τους γονείς, φίλους, αδέλφια, γκόμενες, συναδέλφους, μπορείς να τους κοροϊδέψεις, τον εαυτό σου όμως;
Βγήκα να πάρω το λεωφορείο. Μετά την άφιξή μου στο κέντρο της πόλης, πήγα κατ' ευθείαν στο μπαρ Πρίκιδ (=η βέργα), από τα πιο παλιά της πόλης, με χαλαρή παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα και θαμώνες οι οποίοι το γνώριζαν γιατί το επιλέγουν. Μια παρέα στο μπαρ, άλλες δύο στα τραπέζια, η μια από αυτές ξένοι, έχοντας βγάλει τα iBook και τα PowerBook στο τραπέζι (α, και κάποια PC), εκμεταλλευόμενοι το ασύρματο δίκτυο που τους προσέφερε το μαγαζί. Παρήγγειλα μια μπύρα (η οποία δεν ήταν και πολύ ακριβότερη από την Αθήνα). Προσπάθησα να τους πιάσω την κουβέντα, αλλά αυτοί ήταν μάλλον αδιάφοροι. Κόσμος περισσότερος δεν έδειχνε να εμφανίζεται, και εγώ έχοντας αρχίσει να βαριέμαι και προσπαθώντας να με χαλαρώσω μπας και μου λυθεί η γλώσσα και μιλήσω με κανέναν άνθρωπο, σκάνε μύτη τρεις Αγγλάρες που είχαν έρθει για διακοπές (μάλλον για σεξοδιακοπές θα λεγα). Το ωραίο με αυτούς ήταν ότι με το που μπήκαν σκόρπισαν χαμόγελα και καλή διάθεση. Κάθισαν ακριβώς δίπλα μου. Πιάσαμε την κουβέντα. Σε κάποια στιγμή, αφού τα είχαμε βρει με τη μουσική και τις ομάδες, και με είχαν ήδη προλάβει στις μπύρες, τα παλικάρια μου έριξαν πρόταση να συνεχίσουμε παρέα τη μπαρότσαρκα. Σκεπτόμενος τα λεφτά που θα έφευγαν με μια τέτοια υπόθεση, τους αρνήθηκα. Με έπιασαν στο παρακαλετό: "oh, com' on, com' on, we 're gonna find some girls at the clubs! Don 't be a wuss!" Κακώς βεβαια τους αρνήθηκα, δε θα έχανα και τίποτα περισσότερο εκτός από καμιά σαρανταριά ευρώ, και γιατί δεν θα ξανάχα την ευκαιρία να χτυπήσω γυναίκα χωρίς να έχω πλάτες έστω και κάποιους τύπους που γνώρισα πριν από λιγο. Τους καληνύχτισα και τράβηξα προς τη στάση για να πάρω το λεωφορείο που αισίως λειτουργούσε μέχρι εκείνη την ώρα, και ίσως και πιο αργά. Επέστρεψα σπίτι, μίλησα λίγο με τα παιδιά και ανέβηκα στο δωμάτιο για ύπνο.

2.1.05

προς το Πατρεκσφγιορδουρ

Και λοιπόν η επόμενη μέρα ξημέρωσε. Το πρωί κατά τις 05:30 πήγαμε στο αεροδρόμιο τον Όντουρ. Δύσκολο το ξύπνημα αλλά τα κατάφερα. Απ' ότι μου φαινόταν ο Όντουρ δεν είχε και πολύ καλή διάθεση. Όταν έκανε τσεκ τις βαλίτσες, ο Νιλς μου έκανε νόημα "έλα, πάμε". Αφού το χαιρετίσαμε λίγο πριν από τον έλεγχο των αστυνομικών, σηκωθήκαμε και φύγαμε. Στην αίθουσα αναμονής είδα μια βαλίτσα με το δικέφαλο αετό της ΑΕΚ. Κρίμα δεν πρόλαβα να ρωτήσω τον κάτοχο από που την είχε βρεί. Στο δρόμο της επιστροφής ο Χανς μου εξήγησε ότι ήταν καλύτερο που τον αφήσαμε μόνο του να το καταλάβει ο ίδιος για την αναχώρηση και για την ψυχοσύνθεση του Όντουρ. Ο Όντουρ, μεγαλωμένος στην ισλανδική επαρχία όντας από τα γενοφάσκια του, ήταν λίγο δύσκολο να συνηθίσει τη ζωή του γκασταρμπάιτερ στη Σουηδία. Συνηθισμένος να καταπιάνεται με τα χόμπι του που ήταν το οποιοδήποτε μηχανοκίνητο, οι ιδιοκατασκευές, τα μεταλλικά κηροπήγια, ρίχνοντας μεθύσια, πηγαίνοντας με τα τζιπ στους παγετώνες, ουσιαστικά μεγαλωμένος ελεύθερος, και έχοντας προγραμματίσει ότι μία ζωή θα κάνει αυτό το ίδιο πράγμα στα ίδια μέρη, ξαφνικά είχε βρεθεί με Σουηδή αρραβωνιαστικιά και χωρίς σπίτι στην Ισλανδία. Οι παππούδες του είχαν προγραμματίσει να πουλήσουν το αγρόκτημα της Μπρέκκα στο οποίο ποντάριζε ότι θα μπορέσει κάποια στιγμή να μείνει. Η αρραβωνιαστικιά του μάλλον όμως δεν είχε και πολύ διάθεση να μείνει στην Ισλανδία, άσε που για να μπορέσει να βρίσκεται εκεί θα έπρεπε να έχει κάποια δουλειά, πράγμα που στην Ισλανδική επαρχία δύσκολο, ειδικά εάν πρέπει να νοικιάσεις και κάποιο σπίτι. Η ζωή στο Ρέικιαβικ αδύνατη, οπότε δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές λύσεις εκτός από τη φυγή πέρα από τον ωκεανό.
Στο σπίτι επιστροφή στις 07:15 και αμέσως ύπνος. Στις 12 το μεσημέρι θα έπρεπε να πάμε τη Χέκλα στη δουλειά της, ένα ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς. Εκεί αφού την αφήσαμε πήγαμε και φάγαμε κάτι στην κουζίνα του ιδρύματος. Γύρω-γύρω μας διάφοροι παράξενοι αλλά άκακοι τύποι μας περιτριγύριζαν. Μπορώ να πω ότι δεν αισθάνθηκα καθόλου άνετα. Τέλος πάντων, το φαγητό τελείωσε, η ώρα να πάμε στο λεωφορείο πλησίαζε, και επειδή δεν ήθελα να αγχώνομαι περισσότερο είπα διακριτικά στο Νιλς αν μπορούμε να φύγουμε λίγο πιό νωρίς για το σταθμό. Φτάσαμε στο σταθμό και κατευθυνθήκαμε στο γκισέ. Το εισιτήριο στοίχιζε 3500 ισλανδικές κορώνες, περίπου 30 ευρώ. Ο καιρός γενικά δεν ήταν και στις καλύτερές του, αλλά ήταν ευχάριστο το γεγονός ότι θα ταξίδευα με αρκετό φως. Κατευθυνθήκαμε στο λεωφορείο, που ήταν ένα 15θέσιο μίνι μπας, αν και τίποτα δε με διαβεβαίωνε ότι πηγαίνει προς τα εκεί, αφού δεν είχε ούτε καν ταμπέλα που να αναγράφει τον προορισμό. Στο πίσω μέρος ρυμουλκούταν μία μεγάλη μπαγκαζιέρα για τις αποσκευές των επιβατών. Απηύθυνα την ερώτηση προς τον οδηγό "αυτό το λεωφορείο πηγαίνει στο Στύκκισχόλμουρ;" για να λάβω την απάντηση "δεν ξέρω!". Και τότε ποιος ξέρει; Ευτυχώς οι λοιποί επιβάτες με διαβεβαίωσαν: ναι, αυτό πηγαίνει εκεί. Ξεκινήσαμε στις 13:00. Το λεωφορείο άρχισε να φεύγει από τις περιοχές του Ρέικιαβικ και να διεισδύει στον κόσμο των πάγων. Περάσαμε το τούνελ του Κβάλφγιόρδουρ. Το τούνελ αυτό είναι υποθαλάσσιο, έχει μήκος 5,5 χλμ και συντομεύει την απόσταση μεταξύ Ρέικιαβικ και Άκρανες κατά 65 χλμ. Όταν αποπερατώθηκε το 2000, είχε κοστίσει 5 δισ. ισλανδικές κορώνες, δηλαδή περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ, σημαντικό ποσό για μία μικρή χώρα όπως η Ισλανδία, γι' αυτό και επιλέχθηκε η συγχρηματοδότηση των ιδιωτικών εταιριών που θα το κατασκεύαζαν, αναγκάζοντας την εταιρία λειτουργίας να εγκαταστήσει διόδια στην είσοδο και έξοδό του.
Πρώτη στάση ήταν το βενζινάδικο του Μπόργκαρφιόρδουρ. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω το κρύο. προβληματίστηκα καθώς δεν έβλεπα το λεωφορείο να ξεκινάει. Ο οδηγός μου είπε: "θα κατευθυνθείτε με άλλο λεωφορείο στο Στύκκισχόουλμουρ". Τι να πω και εγώ, προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται στον ορίζοντα. Τίποτα δε με διαβεβαίωνε ότι θα προλάβαινα το φέρι για το Μπργιάνσλάικουρ. Περιμέναμε και άλλο, ώσπου εμφανίστηκε ένα λεωφορείο μεγαλύτερο, βγαλμένο λες από κάποια ψυχροπολεμική ταινία με σκηνικό στη Σιβηρία, παγωμένο από κάθε μεριά. Όπως κάτι μίζερα λεωφορεία που υπήρχαν στη Βουλγαρία όταν σπούδαζα εκεί, πριν από 15 χρόνια και μετέφεραν τους εξαθλιωμένους χωρικούς πίσω στα μέρη τους. Επτά όλοι και όλοι οι επιβάτες του λεωφορείου, όλοι τυλιγμένοι στα μπουφάν μας προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε μέσα στην παγωνιά του λεωφορείου. Τελικά αξιώθηκε επιτέλους να φύγει. Πήγαινε, πήγαινε, η ταχύτητα χαμηλή όπως πάντα λόγω του πάγου στο δρόμο, η θέα απόκοσμη προς τα παγωμένα λιβάδια της χερσονήσου του Σνάιφετλσνεςς, στην άκρη της οποίας ο Ιούλιος Βερν τοποθέτησε την είσοδο για το ταξίδι στο κέντρο της γης στο ομώνυμο βιβλίο του.
Επόμενη στάση στο Βέγκαμοτ (Διασταύρωση). Ένα πρατήριο στη διασταύρωση στη μέση του πουθενά. Εκεί νέα καθυστέρηση, άλλο λεωφορείο και νέες συζητήσεις των οδηγών για το αν θα πρέπει αυτοί που συνεχίζουν για το Στύκκισχόουλμουρ να αλλάξουν λεωφορείο ή θα έπρεπε να παραμείνουν και αυτοί που περίσσευαν να ανέβαιναν στο λεωφορείο για το Όλαφσβικ. Άλλα 15 πολύτιμα λεπτά χάθηκαν και όπως φαίνονταν τα πράγματα το φέρι είχε χαθεί. Τώρα πλέον μέσα στο λεωφορείο μόνο τρία άτομα είμασταν, ο οδηγός, μία κοπελίτσα και εγώ. Αφού περάσαμε το πέρασμα που διατρέχει τη ραχοκοκκαλιά του Σνάιφετλσνεςς, και στη διασταύρωση που ενώνει το Όλαφσβικ με το Στύκκισχόουλμουρ κάτέβηκε η κοπέλα. Στο αντίθετο ρεύμα φάνηκε μία μεγάλη ομάδα αυτοκινήτων, προφανώς εκδρομείς του τριημέρου της Πρωτοχρονιάς που είχαν αποβιβαστεί (από που αλλού;) από το φέρι Μπάλντουρ που είχε φτάσει στο Στύκκισχόλμουρ. Εμείς είχαμε περίπου 15 λεπτά στη διάθεσή μας. Ο παπάρας ο οδηγός ενώ αρκετές φορές με είχε ακούσει να τον ρωτάω για το φέρι στο Στύκκισχόουλμουρ και το έπαιζε Κινέζος λέγοντας "δεν ξέρω, δεν ξέρω" ξαφνικά μου λέει "δε θα το προλάβεις". Τι να του πω του μαλάκα; Ότι αντί να κάθεται και να ψειρίζουν τη μαϊμού με τους συναδέλφους του θα έπρεπε να έχουν κάνει τις αλλαγές πιο γρήγορα; Ότι θα μπορούσε να έχει πάρει ένα τηλέφωνο το ίδιο το φέρι και να τους ειδοποιήσει ότι έχει έναν επιβάτη για αυτούς; Φτάνουμε τέλος πάντων με τον αραμπά στο βενζινάδικο του Στύκκισχόλμουρ, αραδιάζει τα συμπράγκαλα που κουβαλούσε (εφημερίδες και οτιδήποτε), περιμένουμε άλλο ένα πεντάλεπτο και ξαναξεκινάμε για να φτάσουμε στο ταχυδρομείο του χωριού. Στην ερώτησή μου "μπορείς να με αφήσεις στο λιμάνι;" μου απάντησε ένα ξερό "όχι" ο μαλάκας. Κατέβηκα λοιπόν στο ταχυδρομείο στη μέση του πουθενά και προσπάθησα να κατηφορίσω στο λιμάνι, όση ώρα ο τύπος κατέβαζε ταχυδρομικούς σάκους από το λεωφορείο. Τραβούσα σαν τον πρόσφυγα τη βαλίτσα πηγαίνοντας για το λιμάνι, ελπίζοντας μήπως είχε κατά λάθος καθυστερήσει το φέρι. Αφού έφτασα μέχρις ενός σημείου όπου ήταν προφανές ότι εκτός από τα ψαροκάικα δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο λιμάνι, είδα μία ταμπέλα "tourist bureau, Baldur Ferry" το οποίο έμοιαζε να είναι κλειστό αρκετούς μήνες, από το τέλος της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου. Τώρα πλέον, έπρεπε όχι μόνο να αντιμετωπίσω το χιόνι, αλλά και την ανηφόρα της επιστροφής. Ήταν προφανές ότι έπρεπε να αναζητήσω κατάλυμα στο χωριό για τη νύχτα. Προσπέρασα ένα ξενοδοχείο (δεν ήθελα να φάω όλα μου τα λεφτά σε ένα ισλανδικό ξενοδοχείο) και προχώρησα, φτάνοντας μετά από λίγο στο βενζινάδικο, ώρα να ξεκουραστώ και να τσιμπήσω κάτι.
Ο θεσμός του βενζινάδικου είναι για όλη την Ισλανδία, αλλά κυρίως για την επαρχία είναι μοναδικός: ένας ζωτικός κρίκος στην επικοινωνία (πραγματική και μεταφορική) των ανθρώπων της περιοχής. Εκεί μπορείς να βρεις εκτός φυσικά από βενζίνη, σάντουιτς, χάμπουργκερ, προφυλακτικά, περιοδικά, καφέδες, ηλεκτρονικά UFO για την πιτσιρικαρία, να στείλεις δέμα στο Ρέικιαβικ, να συναντήσεις τους γνωστούς, να ενοικιάσεις βιντεοκασέτες. Στο άκουσμα της αγγλικής, οι υπάλληλοι του βένζινάδικου γούρλωσαν λίγο τα μάτια τους (λίγο είπαμε, είμαστε στην Ισλανδία) και στην απάντηση της ερώτησης "από που είσαι;" δέχτηκα και εγώ την ερώτηση: "μάλλον λίγο πιο κρύο από την Ελλάδα, έτσι;" με ένα ελαφρύ χαμόγελο συγκαταβατικότητας. Έπρεπε να ζεσταθώ, να γεμίσω λίγο την κοιλιά μου και να πάρω με τη σειρά μου ορισμένες πληροφορίες για κάποιο "γκέσταχέιμλιδ", δηλαδή ξενώνα, όπου θα έμενα το βράδυ.
Τα παιδιά πίσω από το γκισέ προθυμοποιήθηκαν να με εξυπηρετήσουν. Ψάχνοντας μέσα στον κατάλογο (ναι, τον τηλεφωνικό!, για ένα χωριό 1200 κατοίκων) λες και δεν ήξεραν ποιός είναι ο διπλανός τους, βρήκαν τα ονόματα των δύο ξενώνων που μπορούσα να μείνω στο χωριό. Ο ένας ήταν αυτός που είχα ήδη επισκεφτεί με τα μπαγκάζια στα χέρια και ήταν κλειστός, και ο άλλος ήταν ένας άλλος μερικές εκατοντάδες μέτρα πιό κει, τον οποίο τα παιδιά διόλου δε γνώριζαν. Αυτό πάντως ποτέ μου δεν το κατάλαβα: πως σε ένα μέρος τόσο λίγο πληθυσμό όπως η Ισλανδία να μη γνωρίζει ο κόσμος ποιός είναι ο συγχωριανός του και να αναγκάζεται να ανατρέχει στα τεφτέρια και τους καταλόγους για να μας δώσει πληροφορίες για την περιοχή του. Ευχαρίστησα τα παιδιά και αφού ήπια από το δωρεάν καφέ που είχαν στη γωνία (για όλο τον κόσμο παρακαλώ!) και έφαγα ένα είδος πίτσας αλλά πιο τυλιχτής σε μικρό μέγεθος και υψηλή τιμή όπως πάντα, βρήκα και διάφορα κέρματα μονόπολης σε ισλανδικές κορώνες οπότε αποφάσισα να μιλήσω με τη Μαρία στο Πατρεκσφγιόουρδουρ για να επανεξετάσουμε τη στρατηγική στη συνάντησή μας. Μιλώντας λοιπόν με τη Μαρία, αφού της ανακοίνωσα την αποτυχία της μετάβασής μου στην απέναντι ακτή, μου είπε ξεκάθαρα: "Πάνο, εμείς σε θέλουμε εδώ, αλλά από απόψε ο καιρός χαλάει. Το φέρι πιθανόν αύριο το πρωί να λειτουργεί και να μπορείς να έρθεις. Αλλά υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος: όταν ο καιρός χαλάει εδώ πέρα για αρκετές ημέρες είναι πιθανόν να αποκλειστείς εδώ και να μη μπορείς να επιστρέψεις στο Ρέικιαβικ με αποτέλεσμα να χάσεις το αεροπλάνο της επιστροφής. Δε θέλουμε να σε αποθαρρύνουμε, αλλά αυτά τα πράγματα τα έχει ο Ισλανδικός χειμώνας". Τι να πω, η ψυχολογία μου ήταν αρκετά χαμηλά, τώρα είχε φτάσει ακόμα περισσότερο. Δεν ήθελα και να τους ταλαιπωρήσω περισσότερο, καθώς το Μπργιάνσλάικουρ απέχει από το Πατρεκσφγιόουρδουρ περίπου 50 χιλιόμετρα, με δρόμο που περνάει ανάμεσα από τα βουνά και που κατά την τελευταία επίσκεψή μου πριν από δυόμιση χρόνια ήταν ακόμα χωματόδρομος. Θα ήταν αρκετή δοκιμασία μέσα στην κακοκαιρία να τους φέρω στο Μπργιάνσλάικουρ για να με πάρουν. Σε μια στιγμή με έπιασε το πείσμα μου και έλεγα: "θα επιστρέψω στο Ρέικιαβικ και θα πάω να πάρω το πρώτο αεροπλάνο για το Μπίλντουντάλουρ (εκεί δίπλα) και να συνεχίσω για το Πάτρεκσφγιόουρδουρ.Θα κάνω τα αδύνατα-δυνατά". Δυστυχώς δεν έκανα τίποτα. Αφού τα παιδιά του βενζινάδικου μου έδωσαν ένα χάρτη του Στύκκισχόουλμουρ που είχαν σημαδέψει τον ξενώνα, αμολήθηκα ξανά στους δρόμους, με τη βαλίτσα από πίσω να σέρνεται. Μετά από 10 περίπου λεπτά και παγωμένους αέρηδες να μαστιγώνουν το πρόσωπό μου, έφτασα μπροστά από τον ξενώνα. Το μόνο σημάδι ζωής ήταν τα βήματα στο χιόνι μπροστά από την εξώπορτα και το φως. Χτύπησα το κουδούνι και άνοιξε ένας ήρεμος τύπος, μεσήλικας. Μου έδειξε τις σκάλες δίπλα από την εξώπορτα και κατέβηκα προσέχοντας μη φάω καμιά σούπα από το χιόνι που υπήρχε στις σκάλες. Ο άνθρωπος μου άνοιξε από κάτω, από τη μεριά του ξενώνα. Εκεί μπήκα στο χώρο που στέγαζε την κουζίνα και τα διάφορα ηλεκτρικά είδη σε περίπτωση που θέλεις να πλύνεις κάτι. Μου έδειξε αμέσως το δωμάτιό μου και πήγα και άφησα τα πράγματά μου. Το δωμάτιο ήταν δίπλα από το σαλονάκι που ένωνε τα δωμάτια των επισκεπτών. Ο άνθρωπος μάλλον συγκινήθηκε από την περίπτωσή μου και με το που βγήκα από το δωμάτιο μου προσέφερε μπύρα και αλμυρά κουλουράκια που είχε φτιάξει η γυναίκα του. Καθόλου ευτελές θα έλεγα, να σε κερνάει Ισλανδός μπύρα, αν σκεφτεί κανείς την τιμή της μπύρας στην Ισλανδία. Μάλιστα, με ρώτησε αν ήθελα και μερικά παραπάνω. Στη συνέχεια μου είπε την ιστορία ενός Έλληνα ναυτικού που έμενε πριν από 20-25 χρόνια στο Σιγκλουφγιόρδουρ, ένα ψαροχώρι στην άκρη της χερσονήσου πριν φτάσεις στο Ακουρέυρι. Αφού τα έφαγα και αυτά, αποφάσισα να βάλω παπούτσια και να πάω ξανά στο βενζινάδικο να τηλεφωνήσω. Έπρεπε να πάρω τηλεφωνο τη Μάγκα και τη Χέκλα και να τους ανακοινώσω την επιστροφή μου την επόμενη στο Ρέικιαβικ. Η απογοήτευσή μου μεγάλη, μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. Πήγα πάλι στο βενζινάδικο μέσα στο χιόνι και τον αέρα, πήρα τα τηλέφωνά μου και αγόρασα ταμπάκο για τη μύτη. Ο Όντουρ και ο Κρίστιν είχαν αρχίσει να με κολλάνε. Επέστρεψα στον ξενώνα και άνοιξα την τηλεόραση του χωλ. Είχε αυτά τα κλασσικά ισλανδικά αθλήματα με κουβάλημα σακιών σε κάποια απόσταση, κουβάλημα βαρελιών μέσα στο νερό, που πραγματοποιούνται από διάφορους μπρατσωμένους τύπους με τσιγκελωτό μουστάκι σε στυλ Χούλκ. Μετά διάβασα κάποιο από τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν και οι έτεροι φιλοξενούμενοι σε άλλο δωμάτιο. Πήρα ένα βιβλίο της σειράς LIFE από αυτά που διάβαζα μικρός για τα θαυμαστά (αμερικανικά κυρίως) επιτεύγματα του καιρού μας και έπεσα για ύπνο. Έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς να προλάβω να πάρω το πρωινό λεωφορείο. Κοιμήθηκα αμέσως, ακούγωντας τον αέρα να στροβιλίζεται γύρω από τον ξενώνα.

1.1.05

Ανήμερα

Ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά α λα ισλανδικά, λυκόφως. Έπρεπε να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά για να φύγουμε για το Ρέικιαβικ και την επόμενη ο Όντουρ για την αρραβωνιαστικιά του στη Σουηδία και εγώ για τα βορειοδυτικά φιόρδ. Το απόγευμα επισκεφθήκαμε τα πρώην πεθερικά της Μάγκα με τον Όντουρ. Ως συνήθως ήταν άρρωστοι. Μιλήσαμε για λίγο εγκάρδια με τον παππού μου είπε για τους Ολυμπιακούς αγώνες και του είπα για την παγκόσμια ειρήνη (!) και πως πρέπει να τη μεταδώσουμε. Κατά τις 19:00 το βράδυ φορτώσαμε τα πράγματα για να φύγουμε. Η σκηνή του αποχαιρετισμού του Όντουρ και του Κρίστιν ήταν δραματική: τα παιδιά ήταν αγκαλιά για περίπου ένα τέταρτο και να κλαίνε! Τέτοια εκδήλωση συναισθημάτων από βόρειους δε μπορώ να πω ότι θα την περίμενα ποτέ. Εν τω μεταξύ κάπου τους είχε περιπέσει η φωτογραφική μηχανή και ψάχναμε για μισή ώρα να τους βρούμε. Αφού τελικά αποφασίαμε ότι άδικα χάνουμε χρόνο και ξεκιμήσαμε. Τότε, βγαίνοτας από το σπίτι, είδα το υπερθέαμα: το Βόρειο Σέλας αυτοπροσώπως είχε κάνει την εμφάνισή του. Μία πράσινη λάμψη, σα να θροΐζει κουρτίνα, σκορπιζόταν σε τόξο από ανατολή προς δύση με κατεύθυνση το βορρά. Για να μπορέσει να φανεί, πρέπει να μη φυσάει, να μην έχει σύννεφα (λογικό!) και να έχει αρκετό κρύο (Αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, μάλλον τότε δεν έχει υγρασία η ατμόσφαιρα). Είχα μείνει άφωνος μπροστά στο υπερθέαμα! Το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του. Διασχίζαμε τη χιονισμένη πεδιάδα προς το Ρέυκχολτ. Μόλις φτάσαμε έβγαλα τη Νίκον επάνω στο τρίποδο και την έστησα στο τρίποδο μαζί με το κουμπί για το φωτοφράχτη. Εκεί τράβηξα και τις τρεις φωτογραφίες που δείχνουν το φαινόμενο. Η Μάγκα μπήκε στο μαγειρείο το σχολείου για να ετοιμάσει κάποια πράγματα που θα χρειαζόταν σε μία σχολική γιορτή την επόμενη μέρα. Μετά πήγαμε 100 μέτρα πιό πέρα στο σπίτι της Χέλγκα και τη χαιρετήσαμε, και μετά λίγο πιό δίπλα στο σπίτι του Έιναρ που διοργάνωνε μία γιορτούλα με τα σόγια. Δεν τελειώσαμε όμως με αυτό, έπρεπε να περάσουμε να αφήσουμε το τζιπ σε ένα γνωστό τους που θα το χρειαζόταν και πήραμε το δικό του Μπε Εμ Βε. Πλεον αποφασίσαμε να συνεχίσουμε, όχι όμως πριν περάσουμε από τον πρωην άντρα της Μαγκα για να χαιρετίσει ο Όντουρ τον πατέρα του. Αυτός έμενε κοντά στην ακτή. Περάσαμε και από αυτόν μια βόλτα. Τελικά μετά από 4 ώρες φτάσαμε στο Ρέυκιαβικ, περνώντας μια τ ε ρ ά σ τ ι α φωτιά που είχαν ανάψει οι περίοικοι σε μία στοίβα από παλέττες για να γιορτάσουνε αυτά που το προηγούμενο βράδυ είχαν αναβληθεί, μαζί με πυροτεχνήματα. Ανεβήκαμε στο σπίτι της Χέκλα που μας υποδέχτηκε έχοντας ήδη στρωμένο το τραπέζι με το φαΐ. Αυτά που είχε φτιάξει ήταν αρκετά καλά. Το σπίτι της ήταν μία μεζονέτα στη συνοικία του Μπρέιδχολτ, με τον πάνω όροφο να βρίσκεται στη στέγη της πολυκατοικίας. Η θέα επίσης προς το Κόουπαβογκουρ, το Γκάρδαμπαϊρ, το Μπέσασταδιρ αλλά και το Χάφναρφγιόρδουρ, το Στράουμσβικ και το Κέφλαβικ, ήταν εκπληκτική. Επίσης φαινόταν πολύ όμορφη η άκρη του Σέλτγιαρναρνεςς, η άκρη της χερσονήσου επάνω στην οποία είναι χτισμένο το Ρέυκιαβικ. Γύρω-γύρω τα πυροτεχνήματα λυσσάγανε. Με το που τελειώσαμε καθήσαμε και μιλούσαμε. Κατά τις δώδεκα πήγαμε για ύπνο. Ο Όντουρ έπρεπε να βρίσκεται στο αεροδρόμιο στις 6:00, άρα το ξύπνημα θα ήταν κατά τις 5:00. Εγώ από τη σειρά μου δέχτηκα να πάω μαζί τους, για παρέα, παρ' ότι θα έπρεπε να ξαναξυπνήσω στις 11:30 για να φύγω για τα Βέστφιρδιρ (βόρεια φιόρδ).