28.4.07

Ολοταχώς προς την άδεια

Σάββατο, μετά από αρκετές αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να έρθω με τη Βέσπα (που την είχα συντηρήσει μόλις την Πέμπτη) ή με το αυτοκίνητο. Το τηλεφώνημα που έκανα την Παρασκευή το βράδυ στην Κατερίνα ήταν καθοριστικό: "πήγαινε όπου θέλεις με τη Βέσπα, μόνο στο χωριό μην εμφανιστείς με αυτήν. Κρύψε την, προσποιήσου ότι ήρθες με το λεωφορείο, αλλά μην εμφανιστείς με αυτή στο μπαμπά". Είναι γεγονός ότι όταν με είδαν στο χωριό πέρυσι, έπαθαν εγκεφαλικό. Πραγματικά, όλο το βράδυ της Παρασκευής δεν ήξερα τι να κάνω. Είπα να αποφασίσω το πρωί. Και όντως τότε είπα να πάρω το αυτοκίνητο, να το αφήσω στην Ηγουμενίτσα και από εκεί να πάω με το πλοίο απέναντι.
Τελικά αναφώρησα στις 10 το πρωί, αφού έβαλα βενζίνη και διάφορα άλλα για να βγω τελικά από την Αθήνα στις 11:00 το πρωί, με κατεύθυνση προς τη Μαγούλα, για να γλιτώσω τα υπερβολικά τέλη της γέφυρας του Ρίου και την καθυστέρηση του κλασικού πορθμείου.
Μετά από 4 ώρες, είχα φτάσει στο Μεσολόγγι, όπου είχα αποφασίσει να φωτογραφίσω τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό με όποιο τροχαίο υλικό είχε απομείνει. Και ευτυχώς δεν απογοητεύτηκα. Συνέχεια είχε το Αιτωλικό, όπου και εκεί υπάρχει σταθμός και μπορεί κανείς να τα δει εκεί μπροστά στη διασταύρωση προς το Αιτωλικό.
Διέλευση από Αστακό-Βόνιτσα-Άκτιο-Πρέβεζα, και κατά τις 17:15 έχω φτάσει στην Ηγουμενίτσα, όπου θρονιάζομαι στο πορθμείο και βγάζω τα ταπεράκια για να φάω τυρί, παριζάκι και ζαρζαβατικά, υπό το βλέμμα των διαφόρων που με κοιτούσαν λοξά. Χέστηκα βέβαια, τουλάχιστον εγώ ήξερα τι έτρωγα σε αντίθεση με αυτούς που μάλλον είχαν χορτάσει με τις αηδίες των σαντουιτσάδικων του λιμανιού ή του πλοίου.
Το Κατερινάκι με περίμενε. Όπως πάντα, ετοιμαστήκαμε για να βγούμε. Πήγαμε στο Κάστρο, όπου λειτουργεί το μπαρ "Bora-Bora", και έπαιζε χαουζάδικα και λαϊκοπόπ, με θαμώνες ντυμένους για βραδίνή έξοδο/γάμο. Απορώ μερικές φορές γιατί ο κόσμος βγαίνει έξω. Για να "διασκεδάσει"; Αφού πλήττει. Το βλέπεις στα μάτια τους. Στις κινήσεις τους. Ούτε να φλερτάρει. Αν κάποιος άντρας το διανοηθεί, θα εισπράξει το απαξιωτικό βλέμμα των τυχόν γυναικών της παρέας. Η Κατερίνα ήταν όπως σχεδόν πάντα ευδιάθετη, αν και το συγκεκριμένο μπαρ δε με προδιέθετε για κανένα από τα δύο. Μαζί μας ήταν και ένας φίλος της Κατερίνας που της είχε αφήσει ένα γατί να του το ταΐζει, και μια φίλη της κοσμογυρισμένη που τον τελευταίο χρόνο είχε κατασταλάξει στην Κέρκυρα προσπαθώντας να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Όχι πολύ αργά πήγαμε για ύπνο, και καθώς ο Γιώργος δεν είχε επιστρέψει στην Κέρκυρα, κοιμήθηκα στον καναπέ.