Επιτέλους ξημέρωσε. Είχε πάει η ώρα έντεκα. Αποφάσισα να βγω. Ο Νιλς μου είχε αφήσει τα κλειδιά. Βγήκα, περπάτησα μέσα στα χιόνια για πέντε περίπου λεπτά και έφτασα στο μαγαζί της στάσης του λεωφορείου, το οποίο (φυσικά) διέθετε τα πάντα: χάμπουργκερ, χοτ-ντογκ, βιντεοκασέτες, περιοδικά, εφημερίδες, σοκολάτες κτλ. Εκεί έφαγα δύο χοτ-ντογκ και πήρα διάφορα άλλα σκατολοΐδια για το σπίτι, γιαούρτι "skjor", γάλα, κορν φλέικς και μπύρες. Δεν ήθελα να επιβαρύνω τα παιδιά με την παρουσία μου και προσπαθούσα να αποφεύγω να τρώω στο σπίτι. Μετά πήρα το λεωφορείο μέχρι το Μγόδ, σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο και δίπλα από το εμπορικό κέντρο Κρίνγκλαν. Εκεί ήθελα να πάω στο ταχυδρομείο για να στείλω στο Πατρεκσφγιέρδουρ τα παιχνίδια και τα δώρα για τη Μαρία, το Χάλντορ και τα παιδιά. Επίσης έπρεπε να αλλάξω μερικά χρήματα από ευρώ σε ισλανδικές κορώνες, γιατί είχα ξεμείνει. Ε, δεν ήθελε και πολύ. Τρεις μπύρες να πιεις, πάνε 30 ευρώ. Έκανα μια βόλτα ήπια ένα καφέ σε ένα πολύ κυριλέ καφέ στην Λάικγιαργκάτα, ήταν πολύ γευστικός, αλλά η τιμή του πλέον ξέφευγε από τα φτηνά δεδομένα του καφέ στην Ισλανδία.
Η Χέκλα ετοίμαζε κάποια θρησκευτικά τραγούδια που θα τραγουδούσε την επόμενη μέρα στην εκκλησία. Τους ρώτησα αν μπορώ να πάω μαζί τους. Πάντως, φανταζόμουν κάτι σαν περίπου χορωδία, όπως αυτή που τραγουδούσε η Ιζόλδη στο Φράιμπουργκ. Μου είπαν ναι, αν και κάποια στιγμή προβληματίστηκα για την απόφασή μου, αλλά κατά βάθος ήμουν πολύ περίεργος.