4.1.05

Επιστροφη απο το Στυκκισχολμουρ

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Δηλαδή δεν ξημέρωσε, απλά το ξυπνητήρι με ξύπνησε στις 08:00. Ούτως ή άλλως η αυγή θα αργούσε αρκετά. Ντύθηκα στα γρήγορα, για να προλάβω να βγω έξω, να πάρω το λεωφορείο. Κανένας από τους ένοικους του ξενώνα δεν είχε ξυπνήσει, ούτε πάλι και ο ιδιοκτήτης, εκτός αν είχε φύγει νωρίτερα. Άνοιξα την πόρτα της κουζίνας, που ήταν και η κεντρική του ξενώνα και το φρέσκο χιόνι που είχε στοιβαχτεί επάνω της χύθηκε μέσα. Έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Όλη η προηγούμενη νύχτα είχε περάσει χιονίζοντας. Προσπάθησα να σύρω τα μπαγκάζια μου πάνω στο φρέσκο χιόνι. Το χιόνι που συνέχιζε να πέφτει μου μαστίγωνε τα μούτρα και δυσκόλευε από τη μία το περπάτημα καθώς έπρεπε να ισορροπώ με τα πράγματα στον παγωμένο δρόμο και από την άλλη να προσέχω και για κανένα διερχόμενο αυτοκίνητο που μπορεί να πέρναγε δίπλα μου και να μην το άκουγα καν.
Μετά από περίπου πέντε λεπτά περπάτημα έφτασα στο πρατήριο. Σα φύλακας-άγγελος, το πρατήριο ήταν ανοιχτό, το μοναδικό σημείο συνάντησης των κατοίκων της περιοχής σχεδόν ολόκληρο το 24ωρο, με τους καφέδες και τα σάντουιτς για τους ξεπαγιασμένους και δυό τρεις κουβέντες για τα τελευταία νέα του χωριού και της χώρας. Μπήκα μέσα, τραβώντας τα μπαγκάζια μου, τα παιδιά που ήταν πίσω από τον πάγκο, μου χαμογέλασαν, ελαφρά όπως πάντα. Πήρα ένα καφέ να συνέλθω, βιαστικό φυσικά αφού είχα μόλις ένα τέταρτο καιρό πριν έρθει το λεωφορείο. Τελικά ούτε και αυτόν δεν πρόφτασα να πιω, το λεωφορείο (που τελικά ήταν ένα μίνι-μπας-κλούβα) έφτασε μετά από πέντε λεπτά, όπου τελικά με το που φόρτωσε τα πράγματά μας (και εμάς) έφυγε αμέσως.
Η διαδρομή ήταν φοβερή. Το λεωφορειάκι να κλυδωνίζεται από τις ριπές του πλάγιου ανέμου ενώ το χιόνι που έπεφτε οριζόντια έκανε την ορατότητα σχεδόν 20-30 μέτρα. Ο δρόμος, ανυψωμένος καθώς ήταν από την γύρω πεδιάδα, δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελιγμών στον οδηγό. Ουσιαστικά το ότι ο δρόμος εξείχε από την υπόλοιπη έκταση ήταν το μόνο σημάδι, ο μόνος τρόπος που μπορούσε ο οδηγός να βοηθηθεί και να κρατάει την πορεία. Αυτός δε με τη σειρά του, οδηγούσε σχεδόν συνέχεια στο αντίθετο ρεύμα, καθώς ο άνεμος που φυσούσε από τα αριστερά μας, έκανε το λεωφορείο να γλιστράει στον πάγο (παρά τα λάστιχα με καρφιά) και να το κατευθύνει προς το χαντάκι. Έτσι, μετά από κάθε βίαιη ριπή του ανέμου, είχε το περιθώριο να το κρατάει στο δρόμο.
Εγώ παρακολουθούσα τσιτωμένος τη διαδρομή καθισμένος στο μονό κάθισμα στα δεξιά του λεωφορείου, ακριβώς πίσω από τη μοναδική πόρτα για τους επιβάτες. Είχα θέα στον οδηγό για να παρακολουθώ τις κινήσεις και αντιδράσεις του.
Είχαμε λιγότερο από μισή ώρα που είχαμε αναχωρήσει από το Στίκκισχολμουρ, και έχοντας αφήσει πίσω μας τη διασταύρωση προς το Όλαφσβικ, κατευθυνόμασταν νότια, προς το πέρασμα του ορεινού όγκου-ραχοκοκκαλιάς της χερσονήσου Σνάιφελσνες. Από εκεί, μετά τη διασταύρωση του Βέγκαμοουτ (=σταυροδρόμι) που ενώνει το δρόμο της νότιας ακτής της χερσονήσου θα στρίβαμε αριστερά για να κατευθυνθούμε προς το Μπόργκαρνες και από εκεί στο Ρέυκιαβικ. Σε κάποια στιγμή, το λεωφορείο πέρασε δίπλα από κάτι κάτι σα σκιά, κάτι σκούρο στα αριστερά, στο απέναντι ρεύμα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, πάλι στο αντίθετο ρεύμα ένα αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, σχεδόν σκεπασμένο από το χιόνι. Ο οδηγός τότε έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε. Έβαλε όπισθεν, πέρασε με την όπισθεν το σταματημένο αυτοκίνητο και συνέχισε μέχρι που σταμάτησε δίπλα από το σκούρο πράγμα, τη σκιά επάνω στο δρόμο, που πλέον κατάλαβα ότι ήταν ο οδηγός του σταματημένου αυτοκινήτου ο οποίος κατευθυνόταν, αν είναι δυνατό, μέσα στη χιονοθύελλα προς αναζήτηση οδικής βοήθειας! Μέσα στην ερημιά, όπου δεν υπάρχει άλλο χωριό πλην του Στύκκισχολμουρ και του Όλαφσβικ, και αυτά είναι 20-30 χιλιόμετρα μακρυά! Ο οδηγός μας μάλλον τον ρώτησε αν χρειάζεται βοήθεια, ο άλλος προφανώς του είπε όχι και εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι μας! Όμως, μάλλον δεν τον άφησε και έτσι. Συνεχίζοντας το ταξίδι, κάλεσε με το τηλέφωνο κάποιο αριθμό, μάλλον την οδική βοήθεια. Αυτοί οι άνθρωποι τελικά, δεν είναι ούτε αγενείς, ούτε ευγενικοί. Είναι παιδιά της γης τους. Μαθημένοι σε αυτή την αδυσώπητη και σκληρή γη, η βοήθεια που θα μοιράσουν μεταξύ τους θα είναι τόση ώστε να τους κρατήσει στη ζωή και τίποτα παραπάνω. Και ο βοηθούμενος από τη μεριά του, δε θα την αναζητήσει παρά μόνο όταν στα αλήθεια βρεθεί στο όριο της επιβίωσής του.
Το ταξίδι συνέχιζε πολύ δύσκολα και αγχωτικά. Η ώρα είχε φτάσει 10:00, αλλά καθόλου φως στον ορίζοντα. Φυσικά, ακόμα και όταν θα ανέτελλε, με όλη αυτή την κακοκαιρία, ίσα που θα φώτιζε αμυδρά αυτή τη σκοτεινή γωνιά του πλανήτη. Ο οδηγός, όπως και όλη την προηγούμενη ώρα, οδηγούσε από τη μέση του δρόμου και αριστερά με περίπου 60-70 χιλιόμετρα. Στο ρεύμα μας μαζευόταν μόνο όταν ένα φως που δυνάμωνε σταδιακά μέσα στη θολούρα της χιονοθύελλας, εμφανιζόταν από απέναντι ρεύμα, σημάδι ότι ερχόταν κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Μέσα στο λεωφορείο, ήμασταν μόνο ο οδηγός, μια κοπέλα και εγώ. Η νεαρή Ισλανδή παρακολουθούσε τη διαδρομή μάλλον αδιάφορα, σαν να μη συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα παράξενο. Εγώ, καθισμένος στη θέση μου, παρακολουθούσα την αυτόματη πόρτα του λεωφορείου. Σε όλο το ταξίδι, ο πλάγιος άνεμος μαζί με τον αέρα της φόρας του αυτοκινήτου, προκαλούσε υποπίεση επάνω στην πόρτα και την έκανε να τραντάζεται και να ανοίγει μερικές φορές ως και δέκα πόντους. Σε κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν τα φώτα ενός αυτοκινήτου από πίσω μας. Ο οδηγός του άρχισε να παίζει τη μεγάλη σκάλα τους. Ο οδηγός μας τότε σταμάτησε και επιβιβάστηκε στο λεωφορείο μια κοπέλα από το αυτοκίνητο. Εντελώς ελληνική συμπεριφορά: όπως συνήθως καθυστερημένοι, τρέχαν να προλάβουν το λεωφορείο με το αυτοκίνητο και ο οδηγός, σε αντίθεση με τη βορειοευρωπαϊκή τυπικότητα που θα περίμενε κανείς, σταμάτησε και την ανέβασε στο λεωφορείο. Ο καιρός είναι αυτός που καθορίζει τη ροή του χρόνου σε αυτή τη χώρα και απ' ότι φαίνεται, έχει διαποτίσει τον πληθυσμό μέχρι το κόκκαλο. Βέβαια, σε αντίθεση από εμάς που έχουμε υποφέρει σα λαός από παράγοντες που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη φύση, αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τη φύση από μόνη της. Το ταξίδι συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό, με τη νέα συνεπιβάτισσα να παρακολουθεί το ταξίδι μάλλον με την ίδια αγωνία όπως και εγώ.
Κάναμε στάση στο Μπόργκαρνες. Πλέον είχε αρχίσει να ξημερώνει και να αχνοφαίνεται μέρος του ποτισμένο με ένα βαθύ μπλε φως. Περνώντας τη γέφυρα της πόλης που την ενώνει με το απέναντι μέρος του φιόρδ, μία ηλεκτρονική πινακίδα στην άκρη του δρόμου ενημέρωνε για τις καιρικές συνθήκες 40-50 χιλιόμετρα πιο κάτω. Θερμοκρασία: -2 βαθμοί, ταχύτητα ανέμου 105 μέτρα το δευτερόλεπτο. Εκεί γούρλωσα τα μάτια. Προχωρώντας, ο αέρας χειροτέρευε, ή τουλάχιστον μου φαινόταν έτσι, μετά τη θέα της ταμπέλας. Λίγο πριν από την είσοδό μας στο τούνελ του Κβαλσφγιέρδουρ (=φιόρδ της φάλαινας) σταματήσαμε σε ένα πάρκινγκ και ανεβάσαμε μια ομάδα από παιδιά που μάλλον πήγαιναν στο σχολείο. Μετά από λίγο μπήκαμε στο τούνελ. Αυτά τα 5 χιλιόμετρα που διανύει το τούνελ κάτω από το φιόρδ και συντομεύει την απόσταση προς τα βόρεια της χώρας, ήταν το μοναδικό μοναδικό μέρος που είδα έδαφος χωρίς χιόνια και στεγνό. Μόλις βγήκαμε από το τούνελ, ο αέρας για πρώτη φορά μας έβγαλε από το δρόμο, κάνοντας το λεωφορείο να γλιστρήσει επάνω στον πάγο και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του οδηγού να το ελέγξει, καταλήξαμε στο χιόνι στα άκρα του δρόμου. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα αν τρέχαμε με μεγαλύτερη ταχύτητα, αλλά με 30 περίπου χιλιόμετρα την ώρα ευτυχώς μας έμεινε μόνο η τρομάρα.
Η ώρα είχε φτάσει δώδεκα το μεσημέρι. Διασχίσαμε το προάστιο το Μόουσφετλσμπάιρ και προχωρήσαμε αργά στην Μίκλιμπράουτ λόγω μποτιλιαρίσματος στην είσοδο του Ρέυκιαβικ, το μοναδικό δρόμο της πόλης και της χώρας με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Τελικά φτάσαμε κατά τις μία στο σταθμό των λεωφορείων και αποβιβαστήκαμε. Εκτός από τα πιτσιρίκια που κατέβηκαν κάτω παίζοντας και τσιρίζοντας, είδα ότι τα χρώματα της συνεπιβάτισσας που ανέβηκε στη διαδρομή ήταν αρκετά πιο σκούρα και από τα δικά μου: μαύρα ίσια μαλλιά καρε, καφέ μάτια. Λέω από μέσα μου: αυτή μάλλον από τα μέρη μας είναι. Ανταλλάσσοντας βλέματα, νοιώσαμε την αλληλεγγύη που φέρνει κοντά κάποιους που είναι και οι δύο ξένοι σε ένα τόπο. Πήρα το θάρρος να της απευθύνω το λόγο απευθείας στα αγγλικά και όχι με το συνηθισμένο "εξκιούζ μι, ντου γιου σπηκ ίνγκλις" παριστάνοντας έτσι το βλάκα, αφού η κοπέλα ήταν προφανές ότι δεν είναι ντόπια, μου απάντησε ότι είναι από τη Γαλλία (στα Αγγλικά παρακαλώ!), δουλεύει στην Κοπεγχάγη και ήρθε για μια επίσκεψη σε ένα φίλο της, καλή ώρα όπως εγώ, με τη διαφορά ότι η δική της επίσκεψη είχε στεφθεί με επιτυχία, ενώ εγώ από μέσα μου θρηνούσα για το μισό, άδικα ματαιωμένο μου ταξίδι. Η κοπέλα ήταν συμπαθέστατη και συζητήσαμε για τις τρομάρες που πήραμε σε αυτή την απίστευτη διαδρομή. Μετά από λίγο χωρίσαμε. Κάθισα στην αίθουσα αναμονής και περίμενα να έρθει ο Νιλς να με πάρει με το αυτοκίνητο, του είχα τηλεφωνήσει ήδη από το Μπόργκαρνες για την ώρα που θα φτάσω περίπου στο Ρευκιαβικ.
Ο Νιλς ήρθε μετά από περίπου είκοσι λεπτά. Εκείνη τη μέρα πήγε στη δουλειά αλλά τον έδιωξαν. Σε τέτοιες μέρες κακοκαιρίας, όλες οι εξωτερικές δουλειές είναι αρκετά δύσκολο να γίνουν. Μου είπε ότι στο πρόγραμμα της δουλειάς του για εκείνη τη μέρα περιλαμβανόταν και εργασία σε πλατφόρμα επάνω σε γερανό. Πήγαμε σπίτι και αράξαμε. Κατά τις τέσσερεις το απόγευμα πήγε και πήρε τη Χέκλα από τη δουλειά. Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στο σπίτι. Μιλήσαμε για τον καιρό, που χωρίς πληροφόρηση τόσες μέρες, δε γνώριζα ότι είχε παραλύσει όλα τα νότια και δυτικά της χώρας. Μου έδειξε μια σελίδα στο διαδίκτυο όπου παρουσίαζε τη βατότητα του χιονιού σε όλη τη χώρα σε πραγματικό χρόνο. Ο μόνος δρόμος που ήταν ανοιχτός ήταν από το Ρέικιαβικ μέχρι το αεροδρόμιο του Κέφλαβικ και επίσης πολλοί δρόμοι της πρωτεύουσας κλειστοί. Μετά το απόγευμα μίλησα με τη Μάργκρετ. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω να μείνω στη Μπρέκκα. Σκέφτηκα ότι οι διακοπές των Χριστουγέννων και του νέου έτους είχαν παρέλθει, ο Όντουρ είχε γυρίσει στη Σουηδία, ο μικρός ο Κρίστιν αφ' ενός δούλευε από τα χαράματα καθημερινά στην παραμονή μου στο ξεχιόνισμα του δρόμου 1, αφ' ετέρου ήταν μικρός και λίγα τα πργάγματα που μπορούσαμε να συζητήσουμε μμεταξύ μας, η Μάργκρετ είχε ήδη ξαναρχίσει δουλειά. Αν επέστρεφα για το υπόλοιπο της παραμονής μου στην Μπρέκκα, το πιο πιθανόν ήταν να αντικρύζω ένα άδειο σπίτι όταν ξυπνάω, στη μέση του πουθενά και να μη μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο για να περάσει η ώρα. μέχρι κάποιος (κατάκοπος από τη δουλειά) να εμφανιστεί. Από την άλλη κάποιος θα έπρεπε να κάνει τον καουμπόη και να έρθει να με πάρει είτε από την πόλη, είτε από το Σέλφος ή το Ρέυκχολτ όπου θα μπορούσα να μεταβώ με λεωφορείο. Με όλη αυτήν την ταλαιπωρία που είχα υποστεί όμως τις δύο προηγούμενες ημέρες, δύσκολα θα μπορούσα να ξανανέβω σε λεωφορείο. Ευχαριστώντας την της αρνήθηκα και της πρότεινα να μείνω με τα παιδιά στο Ρέικιαβικ, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε διάφορα σημεία ενδιαφέροντος ανά την πόλη, είτε για αυτά πρόκειται να είναι εκθέσεις, μουσεία ή μπαρ για να τα πιω. Είχα ήδη αρκετά απομονωθεί για να φάω στα μούτρα άλλες 4-5 μέρες αναμονή μέχρι να πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής.
Ο Νιλς, περιποιητικός και προσηνής όπως πάντα, με βοήθησε να ανεβάσω τα πράγματά μου ξανά επάνω στο διαμέρισμά τους, καθώς έμεναν στον τρίτο και τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας η οποία, χτισμένη στα τέλη του 70 - αρχές του 80 όπως και το υπόλοιπο συγκρότημα της περιοχής, δεν είχε ασανσέρ. Στη μεζονέτα τους, με εγκατέστησε στον επάνω όροφο που αποτελούταν από ένα υπνοδωμάτιο και ένα μικρό καθιστικό με μια τηλεόραση, μου ανέβασε και το DVD για να δω καμιά ταινία. Μου πρότεινε να δω το σετάκι του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Γκόθικ καθώς είναι η ίδια η ταινία, ταίριαζε με την ατμόσφαιρα και τη μουντάδα του Ρέικιαβικ. Πάντως, βλέποντας τη ζωή και τις ανέσεις ενός πραγματικά μέσου ζευγαριού της χώρας όπως ο Νιλς και η Χέκλα, δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ πως και αν κάποιο ζευγάρι στην Ελλάδα με αντίστοιχες δουλειές θα μπορούσε να του επιτρέψει ανέσεις αντίστοιχες με αυτές εδώ πέρα. Ένα δάνειο για μζονέτα περίπου 120 τετραγωνικά σε μια μεσοαστική περιοχή όπως των παιδιών, με δύο μεσαίες δουλειές (ο Νιλς ξυλουργός- οικοδόμος, η Χέκλα νοσοκόμα στη φροντίδα καθυστερημένων ατόμων) και ταξίδι στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, θα ήταν άπιαστο όνειρο για ένα αντίστοιχο ελληνικό ζευγάρι του ίδιου εισοδήματος.
Η ταινία ξεκίνησε. Τελειώνοντας, είχα επηρεαστεί από το γοτθικό ύφος της. Ήμουν στην Ισλανδία, στη χώρα που ήθελα να είμαι πάντα, αλλά κάτι με χάλαγε. Ήμουν μόνος μου. Πριν από ένα χρόνο ονειρευόμουν να κάνω αυτό το ταξίδι μαζί με ένα άνθρωπο. Με τον άνθρωπο που αγαπούσα. Ο εγωισμός μου δε με άφηνε να του το δείξω. Αισθάνθηκα μια φοβερή μοναξιά. Ίσως το ταξίδι αυτό μου το είχε επιβάλλει το πείσμα μου για το διαφορετικό, και όχι τόσο η αγάπη μου για τη χώρα. Τώρα ήμουν εδώ, κλεισμένος σε ένα σπίτι στα προάστια του Ρέικιαβικ, με την αίσθηση ότι έχω χάσει τα πάντα. Όνειρα, αγάπες, φίλους. Ό' τι έκανα πλέον ήταν για τη δική μου προσωπική όρεξη για να το παίζω έξυπνος και καταφερτζής στον εαυτό μου. Στον ίδιο μου τον εαυτό. Που στο κάτω-κάτω είναι ο μόνος που δε μπορείς να του κρυφτείς. Τους γονείς, φίλους, αδέλφια, γκόμενες, συναδέλφους, μπορείς να τους κοροϊδέψεις, τον εαυτό σου όμως;
Βγήκα να πάρω το λεωφορείο. Μετά την άφιξή μου στο κέντρο της πόλης, πήγα κατ' ευθείαν στο μπαρ Πρίκιδ (=η βέργα), από τα πιο παλιά της πόλης, με χαλαρή παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα και θαμώνες οι οποίοι το γνώριζαν γιατί το επιλέγουν. Μια παρέα στο μπαρ, άλλες δύο στα τραπέζια, η μια από αυτές ξένοι, έχοντας βγάλει τα iBook και τα PowerBook στο τραπέζι (α, και κάποια PC), εκμεταλλευόμενοι το ασύρματο δίκτυο που τους προσέφερε το μαγαζί. Παρήγγειλα μια μπύρα (η οποία δεν ήταν και πολύ ακριβότερη από την Αθήνα). Προσπάθησα να τους πιάσω την κουβέντα, αλλά αυτοί ήταν μάλλον αδιάφοροι. Κόσμος περισσότερος δεν έδειχνε να εμφανίζεται, και εγώ έχοντας αρχίσει να βαριέμαι και προσπαθώντας να με χαλαρώσω μπας και μου λυθεί η γλώσσα και μιλήσω με κανέναν άνθρωπο, σκάνε μύτη τρεις Αγγλάρες που είχαν έρθει για διακοπές (μάλλον για σεξοδιακοπές θα λεγα). Το ωραίο με αυτούς ήταν ότι με το που μπήκαν σκόρπισαν χαμόγελα και καλή διάθεση. Κάθισαν ακριβώς δίπλα μου. Πιάσαμε την κουβέντα. Σε κάποια στιγμή, αφού τα είχαμε βρει με τη μουσική και τις ομάδες, και με είχαν ήδη προλάβει στις μπύρες, τα παλικάρια μου έριξαν πρόταση να συνεχίσουμε παρέα τη μπαρότσαρκα. Σκεπτόμενος τα λεφτά που θα έφευγαν με μια τέτοια υπόθεση, τους αρνήθηκα. Με έπιασαν στο παρακαλετό: "oh, com' on, com' on, we 're gonna find some girls at the clubs! Don 't be a wuss!" Κακώς βεβαια τους αρνήθηκα, δε θα έχανα και τίποτα περισσότερο εκτός από καμιά σαρανταριά ευρώ, και γιατί δεν θα ξανάχα την ευκαιρία να χτυπήσω γυναίκα χωρίς να έχω πλάτες έστω και κάποιους τύπους που γνώρισα πριν από λιγο. Τους καληνύχτισα και τράβηξα προς τη στάση για να πάρω το λεωφορείο που αισίως λειτουργούσε μέχρι εκείνη την ώρα, και ίσως και πιο αργά. Επέστρεψα σπίτι, μίλησα λίγο με τα παιδιά και ανέβηκα στο δωμάτιο για ύπνο.