2.1.05

προς το Πατρεκσφγιορδουρ

Και λοιπόν η επόμενη μέρα ξημέρωσε. Το πρωί κατά τις 05:30 πήγαμε στο αεροδρόμιο τον Όντουρ. Δύσκολο το ξύπνημα αλλά τα κατάφερα. Απ' ότι μου φαινόταν ο Όντουρ δεν είχε και πολύ καλή διάθεση. Όταν έκανε τσεκ τις βαλίτσες, ο Νιλς μου έκανε νόημα "έλα, πάμε". Αφού το χαιρετίσαμε λίγο πριν από τον έλεγχο των αστυνομικών, σηκωθήκαμε και φύγαμε. Στην αίθουσα αναμονής είδα μια βαλίτσα με το δικέφαλο αετό της ΑΕΚ. Κρίμα δεν πρόλαβα να ρωτήσω τον κάτοχο από που την είχε βρεί. Στο δρόμο της επιστροφής ο Χανς μου εξήγησε ότι ήταν καλύτερο που τον αφήσαμε μόνο του να το καταλάβει ο ίδιος για την αναχώρηση και για την ψυχοσύνθεση του Όντουρ. Ο Όντουρ, μεγαλωμένος στην ισλανδική επαρχία όντας από τα γενοφάσκια του, ήταν λίγο δύσκολο να συνηθίσει τη ζωή του γκασταρμπάιτερ στη Σουηδία. Συνηθισμένος να καταπιάνεται με τα χόμπι του που ήταν το οποιοδήποτε μηχανοκίνητο, οι ιδιοκατασκευές, τα μεταλλικά κηροπήγια, ρίχνοντας μεθύσια, πηγαίνοντας με τα τζιπ στους παγετώνες, ουσιαστικά μεγαλωμένος ελεύθερος, και έχοντας προγραμματίσει ότι μία ζωή θα κάνει αυτό το ίδιο πράγμα στα ίδια μέρη, ξαφνικά είχε βρεθεί με Σουηδή αρραβωνιαστικιά και χωρίς σπίτι στην Ισλανδία. Οι παππούδες του είχαν προγραμματίσει να πουλήσουν το αγρόκτημα της Μπρέκκα στο οποίο ποντάριζε ότι θα μπορέσει κάποια στιγμή να μείνει. Η αρραβωνιαστικιά του μάλλον όμως δεν είχε και πολύ διάθεση να μείνει στην Ισλανδία, άσε που για να μπορέσει να βρίσκεται εκεί θα έπρεπε να έχει κάποια δουλειά, πράγμα που στην Ισλανδική επαρχία δύσκολο, ειδικά εάν πρέπει να νοικιάσεις και κάποιο σπίτι. Η ζωή στο Ρέικιαβικ αδύνατη, οπότε δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές λύσεις εκτός από τη φυγή πέρα από τον ωκεανό.
Στο σπίτι επιστροφή στις 07:15 και αμέσως ύπνος. Στις 12 το μεσημέρι θα έπρεπε να πάμε τη Χέκλα στη δουλειά της, ένα ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς. Εκεί αφού την αφήσαμε πήγαμε και φάγαμε κάτι στην κουζίνα του ιδρύματος. Γύρω-γύρω μας διάφοροι παράξενοι αλλά άκακοι τύποι μας περιτριγύριζαν. Μπορώ να πω ότι δεν αισθάνθηκα καθόλου άνετα. Τέλος πάντων, το φαγητό τελείωσε, η ώρα να πάμε στο λεωφορείο πλησίαζε, και επειδή δεν ήθελα να αγχώνομαι περισσότερο είπα διακριτικά στο Νιλς αν μπορούμε να φύγουμε λίγο πιό νωρίς για το σταθμό. Φτάσαμε στο σταθμό και κατευθυνθήκαμε στο γκισέ. Το εισιτήριο στοίχιζε 3500 ισλανδικές κορώνες, περίπου 30 ευρώ. Ο καιρός γενικά δεν ήταν και στις καλύτερές του, αλλά ήταν ευχάριστο το γεγονός ότι θα ταξίδευα με αρκετό φως. Κατευθυνθήκαμε στο λεωφορείο, που ήταν ένα 15θέσιο μίνι μπας, αν και τίποτα δε με διαβεβαίωνε ότι πηγαίνει προς τα εκεί, αφού δεν είχε ούτε καν ταμπέλα που να αναγράφει τον προορισμό. Στο πίσω μέρος ρυμουλκούταν μία μεγάλη μπαγκαζιέρα για τις αποσκευές των επιβατών. Απηύθυνα την ερώτηση προς τον οδηγό "αυτό το λεωφορείο πηγαίνει στο Στύκκισχόλμουρ;" για να λάβω την απάντηση "δεν ξέρω!". Και τότε ποιος ξέρει; Ευτυχώς οι λοιποί επιβάτες με διαβεβαίωσαν: ναι, αυτό πηγαίνει εκεί. Ξεκινήσαμε στις 13:00. Το λεωφορείο άρχισε να φεύγει από τις περιοχές του Ρέικιαβικ και να διεισδύει στον κόσμο των πάγων. Περάσαμε το τούνελ του Κβάλφγιόρδουρ. Το τούνελ αυτό είναι υποθαλάσσιο, έχει μήκος 5,5 χλμ και συντομεύει την απόσταση μεταξύ Ρέικιαβικ και Άκρανες κατά 65 χλμ. Όταν αποπερατώθηκε το 2000, είχε κοστίσει 5 δισ. ισλανδικές κορώνες, δηλαδή περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ, σημαντικό ποσό για μία μικρή χώρα όπως η Ισλανδία, γι' αυτό και επιλέχθηκε η συγχρηματοδότηση των ιδιωτικών εταιριών που θα το κατασκεύαζαν, αναγκάζοντας την εταιρία λειτουργίας να εγκαταστήσει διόδια στην είσοδο και έξοδό του.
Πρώτη στάση ήταν το βενζινάδικο του Μπόργκαρφιόρδουρ. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω το κρύο. προβληματίστηκα καθώς δεν έβλεπα το λεωφορείο να ξεκινάει. Ο οδηγός μου είπε: "θα κατευθυνθείτε με άλλο λεωφορείο στο Στύκκισχόουλμουρ". Τι να πω και εγώ, προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται στον ορίζοντα. Τίποτα δε με διαβεβαίωνε ότι θα προλάβαινα το φέρι για το Μπργιάνσλάικουρ. Περιμέναμε και άλλο, ώσπου εμφανίστηκε ένα λεωφορείο μεγαλύτερο, βγαλμένο λες από κάποια ψυχροπολεμική ταινία με σκηνικό στη Σιβηρία, παγωμένο από κάθε μεριά. Όπως κάτι μίζερα λεωφορεία που υπήρχαν στη Βουλγαρία όταν σπούδαζα εκεί, πριν από 15 χρόνια και μετέφεραν τους εξαθλιωμένους χωρικούς πίσω στα μέρη τους. Επτά όλοι και όλοι οι επιβάτες του λεωφορείου, όλοι τυλιγμένοι στα μπουφάν μας προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε μέσα στην παγωνιά του λεωφορείου. Τελικά αξιώθηκε επιτέλους να φύγει. Πήγαινε, πήγαινε, η ταχύτητα χαμηλή όπως πάντα λόγω του πάγου στο δρόμο, η θέα απόκοσμη προς τα παγωμένα λιβάδια της χερσονήσου του Σνάιφετλσνεςς, στην άκρη της οποίας ο Ιούλιος Βερν τοποθέτησε την είσοδο για το ταξίδι στο κέντρο της γης στο ομώνυμο βιβλίο του.
Επόμενη στάση στο Βέγκαμοτ (Διασταύρωση). Ένα πρατήριο στη διασταύρωση στη μέση του πουθενά. Εκεί νέα καθυστέρηση, άλλο λεωφορείο και νέες συζητήσεις των οδηγών για το αν θα πρέπει αυτοί που συνεχίζουν για το Στύκκισχόουλμουρ να αλλάξουν λεωφορείο ή θα έπρεπε να παραμείνουν και αυτοί που περίσσευαν να ανέβαιναν στο λεωφορείο για το Όλαφσβικ. Άλλα 15 πολύτιμα λεπτά χάθηκαν και όπως φαίνονταν τα πράγματα το φέρι είχε χαθεί. Τώρα πλέον μέσα στο λεωφορείο μόνο τρία άτομα είμασταν, ο οδηγός, μία κοπελίτσα και εγώ. Αφού περάσαμε το πέρασμα που διατρέχει τη ραχοκοκκαλιά του Σνάιφετλσνεςς, και στη διασταύρωση που ενώνει το Όλαφσβικ με το Στύκκισχόουλμουρ κάτέβηκε η κοπέλα. Στο αντίθετο ρεύμα φάνηκε μία μεγάλη ομάδα αυτοκινήτων, προφανώς εκδρομείς του τριημέρου της Πρωτοχρονιάς που είχαν αποβιβαστεί (από που αλλού;) από το φέρι Μπάλντουρ που είχε φτάσει στο Στύκκισχόλμουρ. Εμείς είχαμε περίπου 15 λεπτά στη διάθεσή μας. Ο παπάρας ο οδηγός ενώ αρκετές φορές με είχε ακούσει να τον ρωτάω για το φέρι στο Στύκκισχόουλμουρ και το έπαιζε Κινέζος λέγοντας "δεν ξέρω, δεν ξέρω" ξαφνικά μου λέει "δε θα το προλάβεις". Τι να του πω του μαλάκα; Ότι αντί να κάθεται και να ψειρίζουν τη μαϊμού με τους συναδέλφους του θα έπρεπε να έχουν κάνει τις αλλαγές πιο γρήγορα; Ότι θα μπορούσε να έχει πάρει ένα τηλέφωνο το ίδιο το φέρι και να τους ειδοποιήσει ότι έχει έναν επιβάτη για αυτούς; Φτάνουμε τέλος πάντων με τον αραμπά στο βενζινάδικο του Στύκκισχόλμουρ, αραδιάζει τα συμπράγκαλα που κουβαλούσε (εφημερίδες και οτιδήποτε), περιμένουμε άλλο ένα πεντάλεπτο και ξαναξεκινάμε για να φτάσουμε στο ταχυδρομείο του χωριού. Στην ερώτησή μου "μπορείς να με αφήσεις στο λιμάνι;" μου απάντησε ένα ξερό "όχι" ο μαλάκας. Κατέβηκα λοιπόν στο ταχυδρομείο στη μέση του πουθενά και προσπάθησα να κατηφορίσω στο λιμάνι, όση ώρα ο τύπος κατέβαζε ταχυδρομικούς σάκους από το λεωφορείο. Τραβούσα σαν τον πρόσφυγα τη βαλίτσα πηγαίνοντας για το λιμάνι, ελπίζοντας μήπως είχε κατά λάθος καθυστερήσει το φέρι. Αφού έφτασα μέχρις ενός σημείου όπου ήταν προφανές ότι εκτός από τα ψαροκάικα δεν υπήρχε τίποτε άλλο στο λιμάνι, είδα μία ταμπέλα "tourist bureau, Baldur Ferry" το οποίο έμοιαζε να είναι κλειστό αρκετούς μήνες, από το τέλος της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου. Τώρα πλέον, έπρεπε όχι μόνο να αντιμετωπίσω το χιόνι, αλλά και την ανηφόρα της επιστροφής. Ήταν προφανές ότι έπρεπε να αναζητήσω κατάλυμα στο χωριό για τη νύχτα. Προσπέρασα ένα ξενοδοχείο (δεν ήθελα να φάω όλα μου τα λεφτά σε ένα ισλανδικό ξενοδοχείο) και προχώρησα, φτάνοντας μετά από λίγο στο βενζινάδικο, ώρα να ξεκουραστώ και να τσιμπήσω κάτι.
Ο θεσμός του βενζινάδικου είναι για όλη την Ισλανδία, αλλά κυρίως για την επαρχία είναι μοναδικός: ένας ζωτικός κρίκος στην επικοινωνία (πραγματική και μεταφορική) των ανθρώπων της περιοχής. Εκεί μπορείς να βρεις εκτός φυσικά από βενζίνη, σάντουιτς, χάμπουργκερ, προφυλακτικά, περιοδικά, καφέδες, ηλεκτρονικά UFO για την πιτσιρικαρία, να στείλεις δέμα στο Ρέικιαβικ, να συναντήσεις τους γνωστούς, να ενοικιάσεις βιντεοκασέτες. Στο άκουσμα της αγγλικής, οι υπάλληλοι του βένζινάδικου γούρλωσαν λίγο τα μάτια τους (λίγο είπαμε, είμαστε στην Ισλανδία) και στην απάντηση της ερώτησης "από που είσαι;" δέχτηκα και εγώ την ερώτηση: "μάλλον λίγο πιο κρύο από την Ελλάδα, έτσι;" με ένα ελαφρύ χαμόγελο συγκαταβατικότητας. Έπρεπε να ζεσταθώ, να γεμίσω λίγο την κοιλιά μου και να πάρω με τη σειρά μου ορισμένες πληροφορίες για κάποιο "γκέσταχέιμλιδ", δηλαδή ξενώνα, όπου θα έμενα το βράδυ.
Τα παιδιά πίσω από το γκισέ προθυμοποιήθηκαν να με εξυπηρετήσουν. Ψάχνοντας μέσα στον κατάλογο (ναι, τον τηλεφωνικό!, για ένα χωριό 1200 κατοίκων) λες και δεν ήξεραν ποιός είναι ο διπλανός τους, βρήκαν τα ονόματα των δύο ξενώνων που μπορούσα να μείνω στο χωριό. Ο ένας ήταν αυτός που είχα ήδη επισκεφτεί με τα μπαγκάζια στα χέρια και ήταν κλειστός, και ο άλλος ήταν ένας άλλος μερικές εκατοντάδες μέτρα πιό κει, τον οποίο τα παιδιά διόλου δε γνώριζαν. Αυτό πάντως ποτέ μου δεν το κατάλαβα: πως σε ένα μέρος τόσο λίγο πληθυσμό όπως η Ισλανδία να μη γνωρίζει ο κόσμος ποιός είναι ο συγχωριανός του και να αναγκάζεται να ανατρέχει στα τεφτέρια και τους καταλόγους για να μας δώσει πληροφορίες για την περιοχή του. Ευχαρίστησα τα παιδιά και αφού ήπια από το δωρεάν καφέ που είχαν στη γωνία (για όλο τον κόσμο παρακαλώ!) και έφαγα ένα είδος πίτσας αλλά πιο τυλιχτής σε μικρό μέγεθος και υψηλή τιμή όπως πάντα, βρήκα και διάφορα κέρματα μονόπολης σε ισλανδικές κορώνες οπότε αποφάσισα να μιλήσω με τη Μαρία στο Πατρεκσφγιόουρδουρ για να επανεξετάσουμε τη στρατηγική στη συνάντησή μας. Μιλώντας λοιπόν με τη Μαρία, αφού της ανακοίνωσα την αποτυχία της μετάβασής μου στην απέναντι ακτή, μου είπε ξεκάθαρα: "Πάνο, εμείς σε θέλουμε εδώ, αλλά από απόψε ο καιρός χαλάει. Το φέρι πιθανόν αύριο το πρωί να λειτουργεί και να μπορείς να έρθεις. Αλλά υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος: όταν ο καιρός χαλάει εδώ πέρα για αρκετές ημέρες είναι πιθανόν να αποκλειστείς εδώ και να μη μπορείς να επιστρέψεις στο Ρέικιαβικ με αποτέλεσμα να χάσεις το αεροπλάνο της επιστροφής. Δε θέλουμε να σε αποθαρρύνουμε, αλλά αυτά τα πράγματα τα έχει ο Ισλανδικός χειμώνας". Τι να πω, η ψυχολογία μου ήταν αρκετά χαμηλά, τώρα είχε φτάσει ακόμα περισσότερο. Δεν ήθελα και να τους ταλαιπωρήσω περισσότερο, καθώς το Μπργιάνσλάικουρ απέχει από το Πατρεκσφγιόουρδουρ περίπου 50 χιλιόμετρα, με δρόμο που περνάει ανάμεσα από τα βουνά και που κατά την τελευταία επίσκεψή μου πριν από δυόμιση χρόνια ήταν ακόμα χωματόδρομος. Θα ήταν αρκετή δοκιμασία μέσα στην κακοκαιρία να τους φέρω στο Μπργιάνσλάικουρ για να με πάρουν. Σε μια στιγμή με έπιασε το πείσμα μου και έλεγα: "θα επιστρέψω στο Ρέικιαβικ και θα πάω να πάρω το πρώτο αεροπλάνο για το Μπίλντουντάλουρ (εκεί δίπλα) και να συνεχίσω για το Πάτρεκσφγιόουρδουρ.Θα κάνω τα αδύνατα-δυνατά". Δυστυχώς δεν έκανα τίποτα. Αφού τα παιδιά του βενζινάδικου μου έδωσαν ένα χάρτη του Στύκκισχόουλμουρ που είχαν σημαδέψει τον ξενώνα, αμολήθηκα ξανά στους δρόμους, με τη βαλίτσα από πίσω να σέρνεται. Μετά από 10 περίπου λεπτά και παγωμένους αέρηδες να μαστιγώνουν το πρόσωπό μου, έφτασα μπροστά από τον ξενώνα. Το μόνο σημάδι ζωής ήταν τα βήματα στο χιόνι μπροστά από την εξώπορτα και το φως. Χτύπησα το κουδούνι και άνοιξε ένας ήρεμος τύπος, μεσήλικας. Μου έδειξε τις σκάλες δίπλα από την εξώπορτα και κατέβηκα προσέχοντας μη φάω καμιά σούπα από το χιόνι που υπήρχε στις σκάλες. Ο άνθρωπος μου άνοιξε από κάτω, από τη μεριά του ξενώνα. Εκεί μπήκα στο χώρο που στέγαζε την κουζίνα και τα διάφορα ηλεκτρικά είδη σε περίπτωση που θέλεις να πλύνεις κάτι. Μου έδειξε αμέσως το δωμάτιό μου και πήγα και άφησα τα πράγματά μου. Το δωμάτιο ήταν δίπλα από το σαλονάκι που ένωνε τα δωμάτια των επισκεπτών. Ο άνθρωπος μάλλον συγκινήθηκε από την περίπτωσή μου και με το που βγήκα από το δωμάτιο μου προσέφερε μπύρα και αλμυρά κουλουράκια που είχε φτιάξει η γυναίκα του. Καθόλου ευτελές θα έλεγα, να σε κερνάει Ισλανδός μπύρα, αν σκεφτεί κανείς την τιμή της μπύρας στην Ισλανδία. Μάλιστα, με ρώτησε αν ήθελα και μερικά παραπάνω. Στη συνέχεια μου είπε την ιστορία ενός Έλληνα ναυτικού που έμενε πριν από 20-25 χρόνια στο Σιγκλουφγιόρδουρ, ένα ψαροχώρι στην άκρη της χερσονήσου πριν φτάσεις στο Ακουρέυρι. Αφού τα έφαγα και αυτά, αποφάσισα να βάλω παπούτσια και να πάω ξανά στο βενζινάδικο να τηλεφωνήσω. Έπρεπε να πάρω τηλεφωνο τη Μάγκα και τη Χέκλα και να τους ανακοινώσω την επιστροφή μου την επόμενη στο Ρέικιαβικ. Η απογοήτευσή μου μεγάλη, μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. Πήγα πάλι στο βενζινάδικο μέσα στο χιόνι και τον αέρα, πήρα τα τηλέφωνά μου και αγόρασα ταμπάκο για τη μύτη. Ο Όντουρ και ο Κρίστιν είχαν αρχίσει να με κολλάνε. Επέστρεψα στον ξενώνα και άνοιξα την τηλεόραση του χωλ. Είχε αυτά τα κλασσικά ισλανδικά αθλήματα με κουβάλημα σακιών σε κάποια απόσταση, κουβάλημα βαρελιών μέσα στο νερό, που πραγματοποιούνται από διάφορους μπρατσωμένους τύπους με τσιγκελωτό μουστάκι σε στυλ Χούλκ. Μετά διάβασα κάποιο από τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν και οι έτεροι φιλοξενούμενοι σε άλλο δωμάτιο. Πήρα ένα βιβλίο της σειράς LIFE από αυτά που διάβαζα μικρός για τα θαυμαστά (αμερικανικά κυρίως) επιτεύγματα του καιρού μας και έπεσα για ύπνο. Έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς να προλάβω να πάρω το πρωινό λεωφορείο. Κοιμήθηκα αμέσως, ακούγωντας τον αέρα να στροβιλίζεται γύρω από τον ξενώνα.