Ξύπνησα στις 09:00. Πήγα στην τραπεζαρία και κάθησα. Το φως ακόμα δεν είχε χαράξει. Απ' έξω ο αέρας σφύριζε. Μετά από δύο ώρες εμφανίστηκε η Μάγκα, και μετά από λίγο ο Όντουρ. Καθήσαμε και φάγαμε πρωινό. Συζητούσαν τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Το απόγευμα πήγα στον Σίγγι και τη Φρίδα. Πιάσαμε την κουβέντα για την πολιτική και συζητήσαμε για τον πρωθυπουργό και τις κομπίνες που κάνει, για τον όμιλο Μπάουγκουρ που προσπαθεί να επισκιάσει κάθε μέσο πληροφόρησης και οικονομική δραστηριότητα στη χώρα και ύποπτες εξαγορές αλυσίδων καταστημάτων στο εξωτερικό, για το φράγμα που χτίζεται στα ανατολικά φιόρδ. Το απόγευμα γνώρισα και το μεγάλο γιό της Μαρίας από το Πάτρεκσφιέρδουρ. Τι μπάχαλο που γίνεται σε αυτές τις οικογένειες! Ένας από τους γιούς του Σίγκι με γύρισε στο σπίτι. Εκεί υπήρχαν επισκέψεις. Ένας φίλος τους από το Έγκιλσστάδιρ στα ανατολικά ο οποίος κάνει πολλά χιλιόμετρα έιχε έρθει για επίσκεψη. Αυτός ασχολούταν με κάτι στο μηχανοκίνητο αθλητισμό που οι Ισλανδοί ασχολούνται αρκετά σοβαρά: 4Χ4 σε ταχείες αναβάσεις επάνω απότομες πλαγιές. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να φαρμακώνουν ουίσκια και βότκες. Είπα και εγώ ο κακομοίρης να πιώ καμιά μπύρα και αμέσως ήρθα αντιμέτωπος με την αποδοκιμασία των υπόλοιπων: don 't drink chicken drinks! Οι τύποι δεν παιζόνταν: καφεδάκι φίλτρου "υπερτροφοδοτούμενο" με βότκα! Καλά, όχι ότι έπιναν λιγότερους καφέδες όλοι μέσα στο σπίτι: η Μάγκα έφτιαχνε καθημερινά τουλάχιστον 4 κανάτες στην καφετιέρα, με 8 περίπου φλυτζάνια η κάθε μία. Με αυτόν τον καφέ γέμιζαν ένα θερμός που βρισκόταν πάντα έπανω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Έτσι, όποιος έμπαινε μέσα είχε πάντα ένα καφέ να τον ζεστάνει αφού έξω είχε φάει το κρύο της ζωής του.
Η συνάντηση έληξε κατά τις 3 το πρωί για εμένα με το στομάχι μου να ανακατεύεται. Οι άλλοι το συνέχισαν, αφού ήπιαν μισό ουίσκι και μισή βότκα με θέα την αρκτική νύχτα από το παράθυρο της τραπεζαρίας.