29.12.04

Πρώτη μέρα στην Ισλανδία

Την επόμενη το πρωί ξύπνησα και πήγα στο αεροδρόμιο. Η Μπολέτε με συνόδεψε μέχρι το σταθμό του τρένου. Το κρύο ήταν πάλι παρόν και η προσμονή να φτάσω στην Ισλανδία ακόμα μεγαλύτερη. Μετά από άλλες 3 και μισή ώρες πτήσης και με συνεχείς αναταράξεις λόγω του δυνατού νοτιοδυτικού ανέμου το αεροπλάνο προσγειώθηκε τελικά στο Κέφλαβικ. Στο αεροδρόμιο τα πράγματα ήταν ήσυχα. Βγήκα κανονικά, πήγα στο λεωφορείο και τακτοποιήθηκα. Η ώρα ήταν περίπου 3 και το σούρουπο είχε ήδη αρχίσει να πέφτει. Το λεωφορείο ξεκίνησε για το Ρέυκιαβικ και διέσχιζε το χιονισμένο τοπίο. Στο δρόμο Ρέυκιαβικ-Κέφλαβικ έχουν γίνει έργα διαπλάτυνσης του δρόμου για μπορέσουν κάποια στιγμή να λιγοστέψουν τα δυστυχήματα και έτσι σε ένα μέρος του δρόμου είναι δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση με βοηθητική. Στο σταθμό λεωφορείων του Ρέυκιαβικ έφτασα κατά τις 15:30. Εκεί με περίμενε η Μάγκα. Η καημένη, έκανε τόση χαρά! Φορτώσαμε τα πράγματά μου στο πίσω κάθισμα (αφού το πόρτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο με διάφορες παλιατζούρες του γιού της) και ξεκινήσαμε. Περάσαμε όμως μια βόλτα από τη μητέρα και τον πατέρα της. Είχα εξ άλλου και ένα δώρο για αυτή. Χάρηκαν και αυτοί α λα Ισλανδικά και μου έκανε δωρο ένα ζευγάρι μάλλινα πλεκτά γάντια. Μετά πήγαμε να βγάλει χρήματα και ξεκινήσαμε. Ο δρόμος που περνά από το Χέτλισχεϊδι (το οροπέδιο στα νοτιοανατολικά του Ρέυκιαβικ και βασικός οδικός άξονας για το Νότο της χώρας)δεν ήταν στα καλύτερά του, θα μπορούσε όμως να είναι και χειρότερα. Οι ηλεκτρονικές πινακίδες έδιναν -3 βαθμούς και άνεμο γύρω στα 5 μ/δευτ. Ο πάγος τα είχε στρώσει για τα καλά και εμείς ταξιδεύαμε με περίπου 50-70 χλμ/ω. Είχε συννεφιά και όπως μου είπε η Μάγκα ήταν απίθανο σε αυτές τις συνθήκες να γίνει ορατό το βόρειο σέλας. Διασχίζαμε τις χιονισμένες ερημιές για αρκετή ώρα. Περνάγαμε σταυροδρόμια στη μέση του πουθενά, που και που κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο μας προσπερνούσε σηκώνοντας χιονοθύελλα με τα καρφιά από τα λάστιχά του. Προσπεράσαμε το Σέλφος, το Λάουγκαρβάτν και μετά από 10 χιλιόμετρα στρίψαμε αριστερά για να ανεβούμε στο σπίτι της Μάγκα που βρίσκεται επάνω στον εθνικό δρόμο, αν μπορεί βέβαια να χαρακτηριστεί σαν τέτοιος. Εκεί σταμάτησε για να κοιτάξει το γραμματοκιβώτιο και να πάρει τα γράμματά της. Με το που μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε ταχύτητα για να φύγει, αλλά με λάθος άφημα του συμπλέκτη το αυτοκίνητο έσβυσε λόγω του αρκετού χιονιού που υπήρχε στην έξοδο του δρόμου, και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν έδειχνε και διάθεση να πάρει και μπρος! Πήρε τηλέφωνο το μικρό της γιό Κρίστιν ο οποίος ήταν στο σπίτι, μερικές δεκάδες μέτρα πιό πάνω από εκεί που είχαμε κολλήσει. Ο γιός της, οδηγός μηχανημάτων γαρ εμφανίστηκε με ένα παμπάλαιο Ρέηντζ Ρόβερ και στάθηκε μούρη με μούρη με το μισοσάπιο στέισιον Σουμπαρού Λέγκασυ που είχαμε έρθει. Έφερε ένα σετ καλώδια μπαταρίας και τον βοήθησα να τα συνδέσει στους πόλους της μπαταρίας, ενώ το παγωμένο αγιάζι διαπερνούσε τα πουλόβερ μας και μας γέμιζε με παρασυρόμενο χιόνι. Με τα πολλά, έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, έβαλε κοντό σαζμάν στην τετρακίνηση και με μερικές προσπάθειες κατάφερε να το ξεκολλήσει και να ανέβει την στρωμένη με αρκετό χιόνι ανηφόρα που οδηγεί στο σπίτι τους. Φέραμε τα πράγματα μέσα στο σπίτι και κάθήσαμε λίγο να ξεκουραστούμε. Σε καμιά ώρα μετά ήρθε και ο Όντουρ που ήταν από τις αρχές των γιορτών στην Ισλανδία από τη Σουηδία, που μένει μαζί με την αρραβωνιαστικιά του στην πόλη Ούμεο. Χαιρετηθήκαμε και προσπαθήσαμε να μιλήσουμε λίγο καθ' ότι τα αγγλικά του δεν ήταν και τα καλύτερα δυνατά. Η Μάγκα ήταν εξαντλημένη από την κούραση, ήταν από τις 5 το πρωί στο πόδι, είχει πάει στο γιατρό, είχε φτιάξει φαΐ στον Κρίστιν, είχε έρθει στο Ρέυκιαβικ για δουλειά, είχε παραλάβει εμένα, είχαμε πάει επίσκεψη στη μητέρα της, είχε οδηγήσει 2 ώρες πίσω, νομίζω ότι όλα αυτάα ήταν αρκετά για να κουραστεί κανείς, δεδομένου ότι το ένα χέρι της ήταν μπανταρισμένο από το γυαλί που είχε σφαχτεί στις αρχές του μήνα και λίγο έλειψε να της κοστίσει τις κινήσεις του δαχτύλου της. Μου έστρωσε όπως-όπως το κρεβάτι και πήγε για ύπνο. Και εγώ ήμουν κουρασμένος εδώ που τα λέμε. Έπεσα για ύπνο. Η επόμενη θα ξημέρωνε με την πρώτη μέρα-νύχτα μου στην Ισλανδία, ξανά μετά από δύο χρόνια και έξι μήνες.