Την Κυριακή γνώρισα μια Ελβετίδα που ζει τριάντα χρόνια στην Ελλάδα και είναι λογοθεραπεύτρια. Με αυτή κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για τα ταξίδια μας. Κάποια στιγμή άρχισε να μας αναλύει πως ρυθμίζει το ταξίδι της σε κάποιες όχι ιδιαίτερα ευχάριστες (και γνωστές για εμάς τους Έλληνες) πτυχές του: τη συνεννόηση με την συνταξιδιώτισσα της για τις κινήσεις τους η μια για την άλλη σε περίπτωση που σε κάποια από τις δύο συμβεί (μακρυά από μας) να πεθάνει. Ανατριχιάζαμε στην ιδέα του να κάνεις τέτοιες συζητήσεις για κάτι ευχάριστο όπως σε ένα ταξίδι και δε μπορούσαμε να καταλάβουμε την εμμονή τους για να δίνουν λύσεις σε όλα τα ζητήματα, ακόμα και σε αυτό, όπου μάλλον κανέναν πλέον στην κατάστασή του δε θα ενδιέφερε να έχει επιλύσει. Εκεί κατέληξα σε ένα συμπέρασμα για τις εγκόσμιες έγνοιες μας.
Ο Έλληνας είναι ο μάστορας του εφήμερου και του παρόντος. Αν εξαιρέσουμε τα παιδιά του, πολύ σπάνια έχουν αγωνίες για το συλλογικό μέλλον και μεταφυσικές ανησυχίες. Οποιαδήποτε συζήτηση συσχετίζεται με θάνατο είναι για τον Έλληνα ανάθεμα, αν όχι ταμπού, ίσως και μεγαλύτερο και από το σεξ. Μπροστά στο θάνατο ο Έλληνας βλέπει το απόλυτο Κακό, το οποίο απεύχεται ακόμα και στους χειρότερους εχθρούς του. Φτύνοντας τον κόρφο τους, σταυροκοπιέται και εξορκίζει το θάνατο. Οι βόρειοι έχουν πιο ολοκληρωμένη αντίληψη για το θάνατο, αισθάνονται ότι είναι θνητοί, το γνωρίζουν και δεν περιμένουν κάτι περισσότερο. Οι Έλληνες νομίζουν ότι είναι ανίκητοι, άφθαρτοι, μέχρι να έρθει μια άσχημη στιγμή. Ο Νιάρχος όντας παντοδύναμος, θεωρούσε ότι θα τη γλίτωνε λόγω της ιδιότητάς του.