6.10.08

Σαββατοκύριακο στη Γκιώνα

Εδώ και 2 εβδομάδες περίπου, είχα αποφασίσει να συμμετέχω στην εκδρομή του ορειβατικού συλλόγου στη Γκιώνα. Η εκδρομή περιλάμβανε σύντομη ανάβαση 1-1,5 ώρας από τα Μνήματα στη Βαθιά Λάκκα το Σάββατο, διανυκτέρευση στις σκηνές και την επόμενη διάσχιση του ρέματος της Ρεκάς, αφήνοντας την Πυραμίδα της Γκιώνας δεξιά. Ένας τελευταίος έλεγχος σε επιλεγμένες διαδικτυακές σελίδες του καιρού το πρωί του Σαββάτου, για να σχηματίσω την (προσωπική μου) πρόγνωση για τις παρακάτω συνθήκες (μιλώντας για πάντα τις "αστικές" και υπαίθριες" προγνώσεις, αγνοώντας την αστάθεια και αδυναμία πρόβλεψης του καιρού σε ένα βουνό): επέλαση μετώπου κακοκαιρίας το βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή από δυτικά προς ανατολικά στο ύψος της Κεντρικής Ελλάδας με έναρξη βροχόπτωσης στο διάστημα 00:00-03:00 Σαββάτου προς Κυριακή και στη συνέχεια ισχυρούς ανέμους κυρίως στην Ανατολική Ελλάδα με μεγάλη πτώση θερμοκρασίας.Άφιξη στην αρχή του μονοπατιού: 13:00 Σαββάτου. Ξεκίνημα πεζοπορίας: 14:00. Φτάσαμε στο σημείο που θα διανυκτερεύαμε κατά τις 16:00, σε ένα μικροσκοπικό λιβάδι λίγο πιο κάτω από τη Βαθιά Λάκκα και μεταξύ της και της κορυφής Βούτσικα, με τον καιρό πολύ συννεφιασμένο με αρκετό κρύο και αέρα. Μόλις στήσαμε σκηνές, άρχισε η βροχή, κατά τις 17:00. Μπήκαμε στις σκηνές και τσιμπήσαμε κάτι λουκάνικα, τυριά, ψωμιά κτλ. Στις 19:00 σταμάτησε η βροχή και οι υπόλοιποι που δεν είχαν φάει, έβγαλαν τα καμινέτα και τις κατσαρόλες έξω, όπου πλέον είχε αρχίσει να κάνει ακόμα περισσότερο κρύο. Ο Πέτρος και εγώ (υπήρχε και η Βάσω, η τριάδα της σκηνής μας) που μέναμε στη σκηνή μαζί, πέσαμε για ύπνο, ναρκωμένοι από το φαΐ και το κρύο. Η Βάσω έκανε παρέα στους υπόλοιπους που έτρωγαν έξω. Κατά τις 22:00 αρχίζει μια καταιγίδα με αέρα (αλλά ευτυχώς χωρίς κεραυνούς), η οποία σταμάτησε περίπου στις 01:00 προς Κυριακή. Αλλάξαμε τη φορά που κοιμόμασταν (δεν είχαμε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου) για να μην τρώμε στα μούτρα τη σκηνή που λύγιζε από τον αέρα. Πλέον όμως το χώμα είχε μαλακώσει πολύ από τα καντάρια νερού που έπεφταν και τα πασαλάκια ήταν πολύ λεπτά για να κρατήσουν τη σκηνή στον αέρα. Τότε ο Πέτρος ντύθηκε και βγήκε έξω, προσπαθώντας να ξαναστήσει όπως μπορούσε τα διάφορα μέρη που έφευγαν, με τη βοήθεια του Βασίλη ο οποίος ήταν σε εγρήγορση, εν όψει της προετοιμασίας του για το Aconcagua, στο οποίο θα προσπαθήσει να ανέβει τον Ιανουάριο. Παρέμεινα μέσα προσπαθώντας να συγκρατήσω με το βάρος μου τη σκηνή, την οποία δεν στήριζε πλέον σχεδόν τίποτα, μέχρι να τη συμμαζέψει. Κατά τις 02:00 περίπου τελείωσε, μπήκε μέσα και κατάφερα να κοιμηθώ επιτέλους για 2,5 ώρες, η μοναδική ώρα που κοιμήθηκα κατά τη διάρκεια της παραμονής μου εκεί. Ο ύπνος κράτησε μέχρι περίπου τις 04:15, οπότε πλέον οι πανίσχυρες ριπές του ανέμου είχαν αρχίσει να κάνουν τη σκηνή έρμαιο του ανέμου και του χιονόνερου που έπεφτε κατά διαστήματα. Ο άνεμος πρέπει να είναι μάλλον ο χειρότερος που έχω αντιμετωπίσει, ίσως ο καιρός της Ισλανδίας να τον ξεπερνούσε, και αυτά όχι σε κάποιο δεδομένα δύσκολο, ψηλό βουνό της χώρας και του εξωτερικού, αλλά σε υψόμετρο μόλις 1800 μ. Ο αέρας λυσσομανούσε σα δαιμονισμένος. Τα βράχια που υψώνονταν λίγο πιο πίσω μας, προσφέροντας κάποιο ελάχιστο απάγκιο (;) μούγκριζαν από τον αέρα σαν τζάμπο σε απογείωση. Στη συνέχεια, μόλις ο θυελλώδης δυτικός άνεμος υψωνόταν από την Πλάκα της Συκιάς μερικές δεκάδες μέτρα, κατέβαινε σαν βόμβα προς τα κάτω, προς τη μικρό λιβάδι που είχαμε κατασκηνώσει. Η οροφή της σκηνής στις ριπές κατέβαινε μέχρι τη μούρη μας, χτυπώντας μας με τις μπανέλες διαρκώς. Πλέον ο ύπνος ήταν αδύνατος. Δυστυχώς έπρεπε να υπομείνουμε τη διαδικασία αυτή μέχρι το πρώτο φως της ημέρας, οπότε και να πάρουμε το δρόμο της (άτακτης) επιστροφής. Κατενάτσιο δηλαδή, μέχρι πρωίας, με την κατάσταση της σκηνής να επιδεινώνεται και το ηθικό μας να πέφτει συνεχώς, τυλιγμένοι μέσα στους υπνόσακους μας, προσπαθώντας να μείνουμε τουλάχιστον στεγνοί και ζεστοί. Περίπου στις 05:30-06:00, ο αέρας είχε πλέον ξηλώσει το κάλυμμα της σκηνής, κάνοντας το καραμπίνερ με το οποίο κράταγε η Βάσσω το κάλυμμα, άχρηστο. Αφού κάποια φραστική αντιπαράθεση μεταξύ εμένα και της Βάσσως είχε αρχίσει σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης, μάζεψα όπως-όπως τον υπνόσακο και αναζήτησα κατάλυμα στη σκηνή του Μενέλαου, προσπαθώντας να ανακτήσω δυνάμεις για το κακήν-κακώς μάζεμα και επιστροφή. Νομίζω ότι πρέπει να κοιμήθηκα για 10-15 λεπτά, και βλέποντας το φως να ξημερώνει έξω, σηκώθηκα και πήγα στη σκηνή, παρακινώντας τον Πέτρο να σηκωθούμε να φύγουμε. Η σκηνή μας πλέον είχε γίνει γιρλάντα. Δεν υπήρχε σημείο που να μην έχει σκιστεί, οι μπανέλες στραβωμένες από τα αλύπητα χτυπήματα των ριπών του ανέμου, ολόκληρο το βράδυ. Ήμουν πλέον 14 ώρες μέσα στο αντίσκηνο και τα νεύρα μου είχαν σπάσει, μη μπορώντας να το κουνήσω ρούπι από το αγιάζι. Μέσα σε 10' τα είχαμε μαζέψει και εξαφανιστήκαμε στο μονοπάτι της επιστροφής, τρεκλίζοντας και παραπατώντας εν μέσω εκρηκτικών ριπών και ελαφρού χιονόνερου.
Μόλις φτάσαμε, κοινή συνισταμένη και των τριών συνοδοιπόρων (στο βουνό και στο δρόμο) ήταν να βρεθούμε στα σπίτια μας για ξεκούραση το συντομότερο δυνατόν. Εκτός από μια στάση στην Άσκρη Βοιωτίας για να χαιρετήσουμε τον πρώην πρόεδρο του Συλλόγου, πήγαμε καρφί στο Σχηματάρι για να πάρω το αυτοκίνητό μου. Πήγα στους γονείς μου στη Χαλκίδα και έπεσα εξαντλημένος για ύπνο. Ξύπνησα στις 22:30, αλλά τα πόδια μου δε με βάσταγαν και πολύ και έτσι ξαναπεσα για ύπνο, ξυπνώντας κατά τις 06:45 (χωρίς ξυπνητήρι) για να πάω στο γραφείο, σχεδόν απ' ευθείας από Χαλκίδα.